Saturday 9 April 2011

Ένα ψηλό αγόρι


Τον μάλωσε πολύ, του φώναξε. Το αγόρι τον κοιτούσε να μαίνεται, να ουρλιάζει, να ξεσπάει. Σήκωνε το βλέμμα του ψηλά για να φτάσει τον ψηλό άντρα που καλούσε «πατέρα». Οι φωνές είχαν πια χαθεί και το αγόρι είχε μπροστά του ένα στόμα τεράστιο, μια μαύρη κοιλότητα να ανοιγοκλείνει, να χάσκει, ν’αποκαλύπτει στο βάθος της δύο παλλόμενα ασκιά που τραντάζονταν και δονούνταν απ’τις ηχητικές εκρήξεις. «Εγώ όταν θα μεγαλώσω τόσο, όταν θα γίνω τόσο ψηλός, θα είμαι τόσο περήφανος για το ύψος μου που δε θα χρειάζεται να φωνάζω», σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ο πατέρας αντιλήφθηκε το χαμόγελο και για να τιμωρήσει το θράσος του μικρού αγοριού, του άστραψε ένα γερό χαστούκι. Το παιδί, έκπληκτο, ένιωσε κάψιμο στο μάγουλο και τσούξιμο στην καρδιά. Δάκρυα άρχισαν να ανεβαίνουν στα μάτια του, αλλά τα συγκράτησε. «Κάποτε θα γίνεις κι εσύ ψηλός και δε θα χρειάζεται ούτε να φωνάζεις, ούτε να χτυπάς. Θα είσαι απλά ψηλός», είπε μέσα του και μετά, πήγε κι έκατσε στο καρεκλάκι της τιμωρίας. Καθόταν ώρες πολλές και φανταζόταν. Αεροπλάνα, αερόστατα, μεγάλα πλοία, ταξίδια και περιπλανήσεις. Ξάφνου ένιωσε ένα διακριτικό φτερούγισμα κοντά στο πρόσωπο του. Τη μία μπλέκονταν στις βλεφαρίδες του, την άλλη στα ρουθούνια του ή στο μέτωπο του. Ήταν μία μικρή πεταλουδίτσα, πολύ μικρή, που τελικά κάθησε πάνω στο αδύνατο του μπράτσο. Το αγόρι ένιωσε αγάπη και τρυφερότητα για αυτό το μικρό πλάσμα κι άρχισε να το χαϊδεύει με το δάχτυλο του. Και ψιθύρισε: «Μη φοβάσαι μικρή πεταλουδίτσα. Μπορεί να είμαι πιο μεγάλος αλλά ούτε θα σου φωνάξω, ούτε θα σε χτυπήσω. Ξεκουράσου κι εγώ σ’ αγαπώ».