Wednesday 22 February 2012

Η ψάθα


Ήταν καλοκαίρι. Καθόταν ακουμπισμένη όρθια στον τοίχο φορώντας στο κεφάλι της ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο. Αυτό το καπέλο της κάλυπτε τα μάτια. Εκείνη μπορούσε κάτι να δει μέσα από τις πλέξεις του καπέλου της αλλά οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να δουν το βλέμμα της. Παρακολουθούσε την κίνηση στους δρόμους. Παρατηρούσε τις συμπεριφορές των ανθρώπων και εστίαζε πάντα στα χέρια τους. Ειδικότερα όσους της τραβούσαν την προσοχή τους κοιτούσε πάντα στα χέρια. Μετά από ώρα πολλή, κι αφού ο ήλιος την είχε ρίξει σε μία νωθρή αδυναμία, άρχισε να ψελλίζει κάτι ακατάληπτες, σχεδόν άναρθρες λέξεις. Η μυρωδιά από την ψάθα και τον ήλιο, η ζέστη που ολοένα και μεγάλωνε την έριχναν σε μία εκστατική δίνη που έμοιαζε να μην έχει γυρισμό. Το άσπρο της φόρεμα τώρα την τύφλωνε, οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε φιγούρες κι επιταχυνόμενες σκιές που την προσπερνούσαν χωρίς καν να την προσέχουν. Η έκσταση της μεγάλωνε και το μουρμουρητό της δυνάμωνε, γινόταν κάτι σαν υπόκωφη βοή. Ξαφνικά, ο κόσμος που πριν την προσπερνούσε τώρα άρχιζε να σταματάει μπροστά της και να την κοιτάζει με απορία και ίσως λίγο φόβο. Το λευκό φόρεμα τώρα μούλιαζε στον ιδρώτα της. Η ανάσα της τώρα ήταν κοφτή. Βρισκόταν σε πανικό. Το ψάθινο καπέλο την έκανε να ασφυκτιά σε σημείο που άρχισε να κλαίει. Λυγμοί μπερδεύονταν με το μουρμουρητό. Ξεσκέπασε τα μάτια από την ψάθα και αποκαλύφθηκε ένα βλέμμα σταθερό που αναζητούσε κάτι με ελπίδα. Ένα βλέμμα σχεδόν παιδικό. Αντίκρυσε τον κόσμο που είχε μαζευτεί ολόγυρα της και βάλθηκε να ψάχνει κάτι πολύ συγκεκριμένο- για την ακρίβεια κάποιον πολύ συγκεκριμένο. Τον αναζήτησε μέσα στο πλήθος για λίγη ώρα –που για εκείνη έμοιαζε για αιωνιότητα- μέχρι που τον εντόπισε. Τον κοίταξε, τον είδε και του είπε ολόψυχα: “Βοήθεια”.

Friday 17 February 2012

Το αίνιγμα


Ο χρόνος στέκεται και με ρωτά τί κάνω.
Εγώ του απαντώ, «χάνομαι στις λέξεις και ανάμεσα στις λέξεις και ψάχνω μία λύση. Αυτή τη λύση που ψάχνω όλη μου τη ζωή».
«Και τί φοβάσαι;»
Και απαντώ ξανά, «φοβάμαι τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που δε φοβούνται κι εκείνους που δεν παραδέχονται πως φοβούνται. Μα πάνω από όλα φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν τολμούν».
«Και τί θέλεις;»
«Αυτό που θέλω», λέω, «είναι μια μέρα να ξυπνήσω και να μη σκέφτομαι. Μα δε μιλώ για μία παράδοση στα ενστικτά και τις ορμές, μιλώ για μια ωραία ισορροπία».
«Δε σε καταλαβαίνω», μου λέει ο χρόνος.
«Δε με πειράζει. Αυτό που με νοιάζει τελικά είναι μια λύση στο έργο. Συναίσθημα και αγάπη.»
«Μπορείς να γίνεις πιό σαφής; Μην ντρέπεσαι, είμαι ο χρόνος και μπορώ ως χρόνος να σου φερω αυτό που θες».
«Καλέ μου χρόνε, δε μου φταις σε τίποτα. Μα ξέρεις, έχω ένα παράπονο. Μάθαμε να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στο απλό κι ωραίο. Μάθαμε να θαυμάζουμε τη φιοριτούρα, το περίπλοκο και το δυσνόητο. Κι εγώ νομίζω τελικά πως είμαι άνθρωπος απλός. Μα αυτό δεν έχει πέραση στην εποχή μας. Κι έτσι, λίγο αναπόφευκτα, μοιάζω σα να’μαι άνθρωπος μιας άλλης εποχής κι ίσως μιας εποχής που δεν υπήρξε καν.»
«Και πάλι δεν καταλαβαίνω».
«Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου; Μα στάσου λίγο. Είσαι ο χρόνος. Γιατί στέκεσαι; Ο χρόνος είσαι εσύ ή μήπως είμαι εγώ;»

Sunday 12 February 2012

Εγώ θέλω (χάρις στον ερωτικό μονόλογο του Crave της Sarah Kane)


Εγώ θέλω να σε παίρνω τηλέφωνο και να μην ξέρω τι θα σου πω, αλλά να μη με νοιάζει. Εγώ θέλω να μου μιλάς και να μη σκέφτεσαι αυτά που θες να μου πεις. Θέλω να με αγγίζεις και να το νιώθω φυσικό. Να μπορώ ν' ακουμπάω το κεφάλι μου στον ώμο σου χωρίς να φοβάμαι. Θέλω να γίνομαι μελό, ρομαντική, αστεία και να μη λογοκρίνομαι. Θέλω να το τολμάς κι εσύ. Θέλω να μου λες αλήθειες και ψέματα. Εγώ θέλω όσα μου λες εσύ και όσα σου λέω έγω να μην έχουν σημασία. Γιατί θέλω όλα να είναι απλώς μια αφορμή για να είμαστε εμείς οι δυο μαζί. Θέλω να πηγαίνουμε βόλτα στη θάλασσα, να κολυμπάμε και να στεγνώνουμε κάτω από την ίδια πετσέτα. Θέλω να νιώθω το δέρμα σου πάνω στο δικό μου. Θέλω να χώνομαι στην αγκαλιά σου και να με σφίγγεις δυνατά. Θέλω να σε ακούω να ανασαίνεις πλάι μου στο σινεμά. Θέλω να μου λες παραμύθια και να μου τραγουδάς λίγο πριν κοιμηθούμε. Θέλω να ακούω τη φωνή σου που μιλάει μόνο για 'μένα. Θέλω να χαίρεσαι στα γενέθλια μου γιατί θα είσαι ευτυχισμένος που γεννήθηκα. Θέλω να μπερδεύονται τα μαλλιά μου στο αξύριστο πρόσωπο σου όταν φιλιόμαστε. Θέλω να αναγνωρίζω τη μυρωδιά σου πάνω στα ρούχα μου και στο δέρμα μου. Θέλω να μπορώ να φοβάμαι και να μη με νοιάζει γιατί είσαι κι εσύ στον κόσμο αυτόν και αυτό έχει σημασία. Θέλω να είσαι όλος δικός μου. Θέλω μαζί σου να τολμάω να πω πως μου ανήκεις. Θέλω να ακούω τραγούδια ερωτικά και να ξέρω πως όταν τα ακούς κι εσύ σκέφτεσαι εμένα. Θέλω να σε παρατηρώ και να αναρωτιέμαι πώς άντεχα πριν χωρίς εσένα. Θέλω να αγαπάς αυτούς τους λίγους –τους ελάχιστους- που αγαπώ. Θέλω να ακούω το δυνατό σου γέλιο. Θέλω να είσαι χαρούμενος και αυτή η χαρά να μου ανήκει. Θέλω να σε θαυμάζω, να με μαθαίνεις καινούργια πράγματα κάθε μέρα. Θέλω να αισθάνομαι σπουδαία μαζί σου. Να αισθάνομαι πως μόνο εμένα θέλεις, μόνο εμένα αγαπάς. Θέλω να είμαι ο αγαπημένος σου άνθρωπος. Θέλω να με υποστηρίζεις σε όσα πιστεύω και να με ξυπνάς όταν βυθίζομαι στις πιο βαθειές μου αγωνίες. Θέλω να κάνουμε λάθη μαζί και να τα διορθώνουμε μαζί. Θέλω μαζί να ξεφεύγουμε από το χαζό πεπρωμένο. Θέλω να ξέρω πως θα διάβαζες τα λόγια αυτά και δε θα τα έβρισκες αστεία.

Monday 6 February 2012

Ψίθυρος


Μου ψιθύρισες στο αυτί. Αυτές τις λέξεις τις πιστεύω. Αν είναι οι λέξεις κάποτε να είναι αληθινές, είναι τότε. Στην πιό αέρινη μορφή τους. Μέσα σε άχνα.
“Πριν ξεκινήσεις την εισήγηση, να κάνεις κάποιες ασκήσεις ορθοφωνίας. Να είναι ανοιχτά τα φωνήεντα και να χτυπούν καθαρά τα σύμφωνα. Να μην ξεχνάς αυτό: τα σύμφωνα είναι τα κόκκαλα της γλώσσας. Μίλα δυνατά- μα μη φωνάζεις- καθαρά και μ’έναν ρυθμό σωστό. Χάριζε στο λόγο σου αποχρώσεις ώστε να μη βαρεθεί το κοινό σου. Να χρησιμοποιείς λέξεις απλές, εύληπτες αλλά όχι απλοϊκές. Το βλέμμα σου να πείθει και να αποπνέει σιγουριά. Άφηνε όμως κάπου-κάπου κανένα περιθώριο να σε αμφισβητήσουν. Μα προσοχή: να μη σου πάρουν τον αέρα. Το βασικότερο όλων είναι να αποδείξεις την αξία της θέσης σου και την αλήθεια των λόγων σου.”
Μα πόσο μου αρέσει ο ψίθυρος μες στο μικρό το αυτί μου. Με γαργαλά, σταμάτα τον. Μα πόσο σε πιστεύω. Δε μου αρθρώνεις τίποτα κι όμως μου λες τα πάντα.

Sunday 5 February 2012

Η κούνια.


Στη ζωή υπάρχει κάποια στιγμή που συνειδητοποιείς πόσο μόνος είσαι. Νιώθεις, σα σε μία αποκάλυψη, πως ο κόσμος όλος έχει στραμμένο το βλέμμα του πάνω σου και περιμένει μία λέξη από ’σένα. Ή ακόμα χειρότερα, νιώθεις πως όλος ο κόσμος αδιαφορεί για ’σένα, εσύ όμως έχεις μια λέξη στην άκρη του στόματος σου- την πιό ωραία λέξη του κόσμου- και δεν μπορείς να την πεις γιατί κανείς δε θα σ’ακούσει. Και η λέξη εκκρεμεί, κι εσύ εκκρεμείς, κι ο κόσμος όλος εκκρεμεί. Γιατί, σε αυτή τη γη το μέγιστο κατόρθωμα είναι η ισορροπία.
«Το κορίτσι έκανε κούνια ώρες ολόκληρες. Είχε χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Τα μαλλιά της ανέμιζαν και μύριζαν σαπούνι. Η φούστα της θρόιζε και της θύμιζε το σπίτι τους το καλοκαιρινό σαν μπαίνει το φθινόπωρο. Και η καρδιά της πετάριζε γιατί ήταν ερωτευμένη. Και όλα είχαν γίνει μαγικά, ένα καρουζέλ κινούμενο. Κι αυτή, μέσα στη ζάλη τη γλυκειά άρχισε να φοβάται. Άρχισε να φοβάται την χαρά, τον έρωτα, το σωμά. Ο φόβος ήταν πελώριος, έτοιμος να την καταβροχθίσει. Το κορίτσι τώρα θα έπεφτε στη δίνη του ιλίγγου. Μα η φόρα που της έδινε αυτή η ξύλινη κούνια την έκανε πιό ζωντανή κι άρχισε να ξυπνάει. Και άρχισε να δέχεται το φόβο και τον τρόμο.
- Καλώς ορίσατε φίλοι μου, περάστε, για καθίστε. Τι να κεράσω τους εχθρούς; Καφέ; Γλυκό; Πορτοκάλι; Μόνο νερό μη μου ζητάς. Δεν έχω να σου δώσω. Γιατί με αυτό σας έπνιξα και τώρα πάω να παίξω.» 

Friday 3 February 2012