Monday 25 June 2012

Τέλη Ιούνη


 Τέλη Ιούνη, καθημερινή. Είχε βραδιάσει. Εκείνοι κάθονταν έξω στο μπαλκόνι τους να ξεγελάσουν τη ζέστη που δεν υποχωρούσε ούτε τις βραδινές ώρες. Έπαιζαν σα δυο μικρά παιδιά. Πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι βρισκόταν ένα μεγάλο μπωλ που το είχαν γεμίσει φρούτα. Κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα. Εκείνη είχε επιπλέον πάνω στην ποδιά της ένα πιάτο με καρπούζι. Εκείνος γελούσε με την αδυναμία που είχε στο φρούτο αυτό. Και οι δυο μαζί γέμιζαν με τα σπόρια το στόμα τους και στόχευαν στις γλάστρες του απέναντι μπαλκονιού. Στόχος ήταν να φυτέψουν μια καρπουζιά- δώρο για τον καλοσυνάτο και μοναχικό γείτονα. Οι περισσότερες προσπάθειες τους όμως κατέληγαν κάτω στο δρόμο σε κεφάλια ανυποψίαστων περαστικών που όταν θα επέστρεφαν σπίτι θα αναρωτιόντουσαν πώς βρέθηκαν πάνω τους αυτοί οι μικροί μαυροι καρποί. Γελούσαν δυνατά σαν παιδιά, σκάρωναν τραγούδια δικά τους, έλεγαν παλιές ιστορίες και σχεδίαζαν νέες. Οι ώρες περνούσαν χωρίς εκείνοι να καταλαβαίνουν πώς. Όταν πια η γειτονιά αφήνονταν στο θερινό λήθαργο, οι δυο τους σηκώνονταν απ’το μπαλκόνι, έμπαιναν μέσα και συνέχιζαν την ερωτοτροπία. Το φιδάκι έξω στο μπαλκόνι έσβηνε και το ζευγάρι μέσα στο σπίτι άναβε.

Thursday 14 June 2012

Πιστεύω






Πιστεύω εις ένα νόημα, προσωπικό και ουσιαστικό, δομικό τ’ Ουρανού και της Γης μου.
Και εις έναν άνθρωπο, δαιμονικό και μοναχικό, κοσμικό και φερέλπιδα, εκ πατρός και μητρός γεννηθέντα.
Και εις το πνεύμα που τολμά, που υπερπηδά και αντιστέκεται προς αναζήτηση του καλού, του πραγματικού και του ωραίου.
Και εις μίαν αγάπη, διαβολική και μαρτυρική, μα τα πάντα- τον χρόνο, τον χώρο κι εμέ- πληρούσα.

Friday 1 June 2012

Καλοκαίρι



   Το καλοκαίρι μπήκε απαλά. Κι εγώ γι’ αυτό δε θα μιλήσω με μια μικρή ιστορία, ούτε με κάποιο παραμύθι. Αλλά, θα μιλήσω για έναν μεγάλο αφηγητή, τον αγαπημένο μου Ingmar.
   Μες στη ζωή φοράμε προσωπεία και παίζουμε ρόλους. Άλλοτε ζυγιάζουμε προσεκτικά τα λόγια μας, οργανώνουμε τον νου και σκεφτόμαστε προτού μιλήσουμε. Άλλοτε, δρούμε αυθόρμητα, αβίαστα. Δρούμε αντιδρώντας στη στιγμή. Όπως και να ’χει όμως, πάντα μα πάντα, υπάρχει κάτι αδιόρατο και ανεξήγητο που μας διαφεύγει. «Κι οι άνθρωποι θυμώνουν με το ανεξήγητο». Και αυτό είναι μια αλήθεια. Και αυτό κάνει τη ζωή που ζούμε να μοιάζει παιδική.
   Μες στη ζωή αυτή υπάρχουν ακόμα και εκείνοι οι λίγοι άνθρωποι, οι λιγοστοί, που κατορθώνουν να νιώσουν και να αποτυπώσουν τα υπόγεια με μια ακριβή και οικονομική ευαισθησία. Όταν λοιπόν το έργο τους συναντηθεί με εσένα που όχι μόνο θα το δεχτείς μα και θα το καταλάβεις, τότε συμβαίνει η επαφή.
   Τα αγγίγματα στην καθημερινότητα μας είναι σπουδαία. Το άγγιγμα με ένα έργο τέτοιο είναι σπουδαίο. Ξάφνου, καταλαβαίνεις την αγάπη.
    Τα λόγια όμως μοιάζουν βάρβαρα να περιγράψουν αυτήν τη συνάντηση. Γι’ αυτό καλύτερα να μένουν απλά. Η βαρβαρότητα είναι έτσι λίγο πιό ανεκτή.
    «Να είσαι μαλακός με τους ανθρώπους», λέει πατέρας σε γιό. Ένας πατέρας που ομολογεί στο τέλος της ζωής του πως το ταλέντο του δεν ήτανε να βγάζει λόγους, μα να αγαπά τον κόσμο που έχει ο ίδιος φτιάξει και τους ανθρώπους που ζουν σε αυτόν.