Monday, 26 July 2010

Ο πάνθηρας



Τί; Μία ιστορία; Θέλεις να σου πω μία ιστορία;

‘Μιά φορά κι έναν καιρό, σε έναν κόσμο μακρινό, ζούσε μια πριγκήπισσα. Η μοναχοκόρη του Βασιλιά Φυλλοκάρδη. Το πρωί- άξια κόρη του πατέρα της- μάγευε τους αυλικούς με τις ντελικάτες κινήσεις της και την απαλή παρουσία της. Οι υπήκοοι την αγαπούσαν γιατί ήταν καλοσυνάτη και τους άκουγε με ενδιαφέρον πραγματικό και έγνοια αληθινή. Όταν όμως ερχόταν η νύχτα, η όμορφη και γλυκειά πριγκηποπούλα αποσύρονταν στα δωμάτια της. Κλείδωνε την πόρτα και έσβηνε όλα τα κεριά που φώτιζαν την κάμαρη της. Άφηνε μόνο ένα- ίσα-ίσα να διαγράφονται σκιές, σκιές του σώματος της. Κι εκεί, μέσα στο ημίφως γδυνόταν. Έβγαζε με ιεροτελεστία τα πολλά της ρούχα ένα-ένα: χορός των πέπλων. Κι όταν πια ανάλαφρη από το βάρος το πριγκηπικό -των κανόνων και των τύπων- έμενε γυμνή, με το φως ενός μόνο κεριού να την χαϊδεύει, έκλεινε τα μάτια και φανταζόταν. Έσερνε κάτω από το κρεββάτι ένα δοχείο χρυσό. Το τραβούσε με προσοχή και το άνοιγε προσεκτικά. Το άνοιγε και από μέσα του έβγαζε πίσσα. Και με την πίσσα άλοιφε το σώμα της όλο- και έπαιρνε δύναμη. Και η απαλή και ντελικάτη πριγκήπισσα γινόταν άγρια, ζωώδης. Μεταμορφώνονταν. Μεταμορφώνονταν σε πάνθηρα μαύρο, σε αιλουροειδές. Και η φωνή της από εύθραυστη και απαλή γινόταν άγρια, μπάσσα, όλο βρυγχηθμούς. Νιαούριζε, γουργούριζε, βογγούσε. Κι έτσι με αυτό το βίαιο ήχο και αυτήν τη βίαιη παρουσία ένιωθε λύτρωση- ξόρκιζε το σωστό και το πρέπον. Και εξουθενωμένη πια, αφού ένιωθε το φως της αυγής να πλησιάζει, με όσες δυνάμεις της απέμεναν έμπαινε στην μπανιέρα την πριγκηπική και με νερό καυτό και σαπούνι πολύ, πλενόταν και καθαριζόταν με μεγάλη προσοχή, με ενδελέχεια: κανένα στοιχείο της νύχτας δεν έπρεπε να μείνει πάνω στο σώμα αυτό. Στο σώμα που θα έβαζε ξανά τα πέπλα, το χαμόγελο το φωτεινό, τα μάτια τα καλοσυνάτα και ολόλαμπρα και τα μαλλιά τα απαλά. Και μία νέα -και ίδια- μέρα ξεκινούσε και πάλι...
Η πριγκήπισσα, κόρη του Βασιλιά Φυλλοκάρδη, πέθανε νέα. Σε ηλικία δροσερή ακόμα. “Μα ήταν τόσο υγιής...πώς έγινε, πώς πέθανε;”, “Από αϋπνία”.’

Σου χαρίζω άλλη μία ιστορία λοιπόν.

Monday, 19 July 2010

Calypso


Once upon a time in a faraway land there was an island. An island of blue, green, yellow and brown. It smelled of the sea, the pine trees, the sun and the rocks.
And on that island, there was I. And my skin smelled of salt. And thus my skin was kissed.
And one day, I swam for hours and hours and tired as I was I got off to the shore. And I found a small cave to rest. And there, there was a man. All tired and wick. He had lost his senses. And I kissed him on his lips and he came back to life. He opened his eyes, he looked at me and said: “Calypso?”. And I said: “Yes, it is I, Calypso that brought you back to life”. And he said: “I knew I would find you again. I travelled the seven seas looking for you. Where were you Calypso? I travelled through time looking for you. Where were you Calypso? I travelled through places and people looking for you. Where were you Calypso?”. And I said: “I was here. Collecting shells and pebbles.”

Sunday, 4 July 2010

ΜΕΔΟΥΣΑ



“Γιατί άραγε” αναρωτήθηκα. “Πώς πήγαν έτσι όλα;” Και έκλαιγα και ούρλιαζα τραβούσα τα μαλλιά μου. Κι όπως τραβούσα τα μαλλιά, καινούργιες μπούκλες βγαίναν. Βόστρυχοι μαύροι και στιλπνοί, έτοιμοι να με πνίξουν. Μα εγώ τους πάλευα σκληρά- σίγουρα θα νικούσα. Μα η κόμη μου μεγάλωνε, φύτρωνε, με απειλούσε. Κι εγώ πιά είχα κουραστεί. Λευκή σημαία βγάζω. Παράδοση, παραίτηση, καιρός για ύπνο ώρα. Κι όπως κοιμόμουνα βαθειά ξάφνου άρχισε να βρέχει.Νερό πολύ, νεροποντή, νερό για αμαρτίες. Και σώματα ολοδίψαστα άρχισαν να προβάλουν- κι εγώ μέσα στον ύπνο μου άρχισα να φοβάμαι. Αν δεν ξυπνούσα πια ποτέ, τί θα γινόταν τότε; Τα άλλα σώματα διψούν, βρίσκουν νερό και πίνουν. Μα μες το όνειρο νερό σημαίνει μόνο αέρας. Ξύπνα λοιπόν, ξεδίψασε και πιες νερό του κόσμου.