Περπατούσε μέσα στο σπίτι ξυπόλυτη και γυμνή για ώρες. Τα παράθυρα ανοιχτά, οι κουρτίνες επίσης. Έπινε καφέ κρύο, μαύρο και πικρό. Κάπνιζε. Μιλούσε στον εαυτό της, μουρμούριζε και ύστερα σιωπούσε. Η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί, επέπλεε πια μέσα στο κενό. Άρχισε να κρυώνει. Πλησίασε την ντουλάπα κι έβγαλε από μέσα ένα αχνοκίτρινο φόρεμα μεταξωτό. Το φόρεσε, κι αυτό κύλησε απαλά επάνω της χαϊδεύοντας την. Παρηγοριά. Χαμογέλασε χλευάζοντας τον εαυτό της που ζούσε παραμύθια. Που όταν άκουγε λέξεις δεν τις πίστευε ποτέ κι έτσι έψαχνε άλλα σημάδια για την αλήθεια. Ίχνη κι αισθήσεις που την οδηγούσαν σε ένα νόημα, σε κάποιο νόημα. Διαδρομές επικίνδυνες και μοναχικές μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν πίστεψε ποτέ στα λόγια. Πίστευε στα χέρια, τα δάχτυλα, το βλέμμα, τα σώματα. Στις λέξεις ποτέ.
Να, αυτό το αχνοκίτρινο φόρεμα πάνω της που μύριζε σαπούνι και παρελθόν. Αυτό φορούσε μια βραδιά η μάνα της και την κρατούσε αγκαλιά επειδή εκείνη-κορίτσι μικρό- έκλαιγε. Έκλαιγε γιατί φοβόταν πως θα πέθαινε, πως θα ‘χανε το φως της, θα τυφλώνονταν. Μα η ζεστή γυναίκα με τα κίτρινα, την είχε αγκαλιά και την παρηγορούσε. Της τραγουδούσε κι αυτή άκουγε με το αυτί ακουμπισμένο στο στήθος της τη δόνηση από τον ήχο. Κι ένιωθε ασφάλεια, ζεστασιά και αγάπη. Και έτσι μέσα στα ζεστά, σκέφτηκε: “Μπορεί να μην πεθάνω. Μπορεί το φως να μην χαθεί. Έχω πολλά να κάνω”.