Το καλό και το κακό δεν υπάρχουν ως δύο ανυπέρβλητες δυνάμεις που
οριοθετούν τη ζωή μας με τρόπο απόλυτο όπως σε μία ταινία για την Άγρια Δύση.
Το κακό δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμο όσο ο αδίσταχτος cowboy που θα περάσει την πόρτα του σαλούν κι
όλοι θα κρυφτούν κάτω από τα τραπέζια. Ομοίως, ούτε το καλό μπορούμε να το
εντοπίσουμε με διαύγεια και καθαρότητα σα να εντοπίζαμε το δίκαιο μα μοναχικό
καβαλάρη που κλείνει τους εγληματίες στη φυλακή κι έπειτα χάνεται στον
πορτοκαλένιο ορίζοντα.
Όμως, το να αναγνωρίζουμε τη μονομέρεια και τη μιζέρια μιας ζωής που
καθοδηγείται από τέτοιες σφιχτές ηθικές κατηγορίες δεν αποτελεί το εισιτήριο
μιας άλλης ζωής ισοπεδωμένης όπου τα πάντα είναι ίσης σημασίας και ίσης
συνέπειας.
Το καλό και το κακό- με ένα πολύ σύνθετο τρόπο- υφίστανται ως επιλογή. Το
καλό και το κακό είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να διαχειριζόμαστε τον
χρόνο μας.
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό
ένα κορίτσι. Καθόταν δίπλα στη θάλασσα, πάνω στην ψιλή άμμο και έψαχνε ώρα
πολύ- σχεδόν ιεροτελεστικά- βότσαλα. Τη συγκέντρωση της διέκοψε απότομα ένα
μικρό γλαροπούλι που έπεσε τραυματισμένο λίγα μέτρα πιο πίσω της. Μόλις το
είδε, σηκώθηκε και το πλησίασε με λίγο φόβο, λίγο απορία μα πιο πολύ με
τρυφερότητα να το βοηθήσει. Ο μικρός γλάρος είχε χτυπηθεί βαριά κι έδειχνε να
πονάει. Το βλέμμα του της μιλούσε, την κοίταζε με μεγάλη ένταση, της απευθυνόταν.
Η αμηχανία του κοριτσιού ήταν τεράστια, ήθελε να κάνει κάτι μα δεν ήξερε τι. Τα
πουλιά δε μιλάνε και δεν μπορούν να ζητήσουν αυτό που θέλουν. Τότε, αυθόρμητα,
η κοπέλα άρχισε να το χαϊδεύει απαλά, του χτένιζε με τα δάχτυλα της τα άσπρα
του φτερά και προσπαθούσε να το ζεστάνει με την ανάσα της. Όση ώρα το φρόντιζε,
τα μάτια της βούρκωναν, αλλά συγκρατούσε τα δάκρυα της για να μην τη δει το
γλαροπούλι και φοβηθεί. Μετά από ώρα πολύ- η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί- η
καρδιά του γλάρου άρχισε να βρίσκει τον χαμένο της ρυθμό. Ανάσαινε πλέον
κανονικά. Το κορίτσι αναθάρρεψε αλλά δε θα σταματούσε τη δουλειά της μέχρι το
πουλί να γίνει σίγουρα καλά. Όπως κι έγινε. Ο γλάρος συνήλθε κι άρχισε να
φτεροκοπάει άτσαλα γύρω της να την ευχαριστήσει. Την κουτουλούσε απαλά κι έχωνε
το ράμφος του με τρόπο διακριτικό μες στα μαλλιά της. Έπειτα από αυτήν την
ευχαριστήρια χορογραφία, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε.»