Έπεσε στάχτη μέσα στο
κρασί της. Βούτηξε το δάχτυλο της και μετά το έβγαλε και το γλειψε. Η πικράδα
μαζί με το στυφό του ποτού. Πλατάγιασε τη γλώσσα της. Γεύση. Αυτό είναι. Τι
παραπάνω έψαχνε να βρει πέρα από το γεγονός αυτό καθαυτό; Πάντα έψαχνε το νόημα
πίσω από τις λέξεις. Ίσως γιατί εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις από τα
λόγια. Αυτός όμως ο ρομαντισμός της, όταν μεγεθύνονταν στην πιο ακραία του
μορφή, καταντούσε ανθυγειινός, τουλάχιστον γραφικός. Χαρακτηριστικό ανθρώπων
ενός είδους που αδυνατούν να σχετιστούν με την πραγματικότητα. Ίσως τελικά η
απάντηση- αν τίθεται καν το ερώτημα- είναι η ισορροπία. Μια ισορροπία τόσο
ιδανική που σχεδόν καταλήγει απάνθρωπη. Μέσα από συνειρμούς, άρχισε να
συλλογίζεται για τα ανθρώπινα. Οι άνθρωποι, αυτά τα παράξενα πλάσματα που
κουβαλούν την ιστορία, είναι όντως όντα περίπλοκα, σαν χταπόδια. Αρκετά
ευαίσθητα για να τακτοποιούν τη ζωή τους κατασκευάζοντας σπίτια, αρκετά
ενστικτώδη ώστε να φράξουν το στόμα και τη μυτή όποιου τα απειλεί.
Νοικοκυροσύνη και βία. Αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία του ανθρώπου, οι
αντίρροπες δυνάμεις που τεντώνουν το σκοινί πάνω στο οποίο ακροβατούν.
Ανάσανε. Αυτή η
αποστασιοποίηση από το τώρα ήταν βασανιστική. Το πόστο του παρατηρητή είναι το
πόστο του ασώματου, η νίκη του του εγκεφαλικού, η ήττα των συναισθημάτων. Γιατί
τα συναισθήματα δεν είναι τίποτε άλλο από τις σωματικές αντιδράσεις στον Άλλον.
Τα συναισθήματα, το νιώσιμο, δεν είναι άυλα. Αντιθέτως, είναι πολύ χειροπιαστά,
με σάρκα και οστά. Τα συναισθήματα ενεργοποιούν τις διαφορετικές σωματικές θερμοκρασίες,
τις εκκρίσεις και τις συσφίξεις. Είναι- ας το πούμε κι έτσι- μια γυμναστική από
τα μέσα. «Τελικά», σκέφτηκε, «αυτό που γυμνάζει το σώμα μου είναι τα συναισθήματα
μου.»
«Κλείστηκα πάλι στο
κουβούκλιο μου όμως. Πάω να φτιάξω ένα σάντουιτς, να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο
μου και να βγω έξω. Είναι μια ωραία βραδιά απόψε.»