Monday, 6 February 2012

Ψίθυρος


Μου ψιθύρισες στο αυτί. Αυτές τις λέξεις τις πιστεύω. Αν είναι οι λέξεις κάποτε να είναι αληθινές, είναι τότε. Στην πιό αέρινη μορφή τους. Μέσα σε άχνα.
“Πριν ξεκινήσεις την εισήγηση, να κάνεις κάποιες ασκήσεις ορθοφωνίας. Να είναι ανοιχτά τα φωνήεντα και να χτυπούν καθαρά τα σύμφωνα. Να μην ξεχνάς αυτό: τα σύμφωνα είναι τα κόκκαλα της γλώσσας. Μίλα δυνατά- μα μη φωνάζεις- καθαρά και μ’έναν ρυθμό σωστό. Χάριζε στο λόγο σου αποχρώσεις ώστε να μη βαρεθεί το κοινό σου. Να χρησιμοποιείς λέξεις απλές, εύληπτες αλλά όχι απλοϊκές. Το βλέμμα σου να πείθει και να αποπνέει σιγουριά. Άφηνε όμως κάπου-κάπου κανένα περιθώριο να σε αμφισβητήσουν. Μα προσοχή: να μη σου πάρουν τον αέρα. Το βασικότερο όλων είναι να αποδείξεις την αξία της θέσης σου και την αλήθεια των λόγων σου.”
Μα πόσο μου αρέσει ο ψίθυρος μες στο μικρό το αυτί μου. Με γαργαλά, σταμάτα τον. Μα πόσο σε πιστεύω. Δε μου αρθρώνεις τίποτα κι όμως μου λες τα πάντα.

Sunday, 5 February 2012

Η κούνια.


Στη ζωή υπάρχει κάποια στιγμή που συνειδητοποιείς πόσο μόνος είσαι. Νιώθεις, σα σε μία αποκάλυψη, πως ο κόσμος όλος έχει στραμμένο το βλέμμα του πάνω σου και περιμένει μία λέξη από ’σένα. Ή ακόμα χειρότερα, νιώθεις πως όλος ο κόσμος αδιαφορεί για ’σένα, εσύ όμως έχεις μια λέξη στην άκρη του στόματος σου- την πιό ωραία λέξη του κόσμου- και δεν μπορείς να την πεις γιατί κανείς δε θα σ’ακούσει. Και η λέξη εκκρεμεί, κι εσύ εκκρεμείς, κι ο κόσμος όλος εκκρεμεί. Γιατί, σε αυτή τη γη το μέγιστο κατόρθωμα είναι η ισορροπία.
«Το κορίτσι έκανε κούνια ώρες ολόκληρες. Είχε χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Τα μαλλιά της ανέμιζαν και μύριζαν σαπούνι. Η φούστα της θρόιζε και της θύμιζε το σπίτι τους το καλοκαιρινό σαν μπαίνει το φθινόπωρο. Και η καρδιά της πετάριζε γιατί ήταν ερωτευμένη. Και όλα είχαν γίνει μαγικά, ένα καρουζέλ κινούμενο. Κι αυτή, μέσα στη ζάλη τη γλυκειά άρχισε να φοβάται. Άρχισε να φοβάται την χαρά, τον έρωτα, το σωμά. Ο φόβος ήταν πελώριος, έτοιμος να την καταβροχθίσει. Το κορίτσι τώρα θα έπεφτε στη δίνη του ιλίγγου. Μα η φόρα που της έδινε αυτή η ξύλινη κούνια την έκανε πιό ζωντανή κι άρχισε να ξυπνάει. Και άρχισε να δέχεται το φόβο και τον τρόμο.
- Καλώς ορίσατε φίλοι μου, περάστε, για καθίστε. Τι να κεράσω τους εχθρούς; Καφέ; Γλυκό; Πορτοκάλι; Μόνο νερό μη μου ζητάς. Δεν έχω να σου δώσω. Γιατί με αυτό σας έπνιξα και τώρα πάω να παίξω.» 

Friday, 3 February 2012

Wednesday, 25 January 2012

Ο Γλάρος


Το καλό και το κακό δεν υπάρχουν ως δύο ανυπέρβλητες δυνάμεις που οριοθετούν τη ζωή μας με τρόπο απόλυτο όπως σε μία ταινία για την Άγρια Δύση. Το κακό δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμο όσο ο αδίσταχτος cowboy που θα περάσει την πόρτα του σαλούν κι όλοι θα κρυφτούν κάτω από τα τραπέζια. Ομοίως, ούτε το καλό μπορούμε να το εντοπίσουμε με διαύγεια και καθαρότητα σα να εντοπίζαμε το δίκαιο μα μοναχικό καβαλάρη που κλείνει τους εγληματίες στη φυλακή κι έπειτα χάνεται στον πορτοκαλένιο ορίζοντα.
Όμως, το να αναγνωρίζουμε τη μονομέρεια και τη μιζέρια μιας ζωής που καθοδηγείται από τέτοιες σφιχτές ηθικές κατηγορίες δεν αποτελεί το εισιτήριο μιας άλλης ζωής ισοπεδωμένης όπου τα πάντα είναι ίσης σημασίας και ίσης συνέπειας.
Το καλό και το κακό- με ένα πολύ σύνθετο τρόπο- υφίστανται ως επιλογή. Το καλό και το κακό είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να διαχειριζόμαστε τον χρόνο μας.
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα κορίτσι. Καθόταν δίπλα στη θάλασσα, πάνω στην ψιλή άμμο και έψαχνε ώρα πολύ- σχεδόν ιεροτελεστικά- βότσαλα. Τη συγκέντρωση της διέκοψε απότομα ένα μικρό γλαροπούλι που έπεσε τραυματισμένο λίγα μέτρα πιο πίσω της. Μόλις το είδε, σηκώθηκε και το πλησίασε με λίγο φόβο, λίγο απορία μα πιο πολύ με τρυφερότητα να το βοηθήσει. Ο μικρός γλάρος είχε χτυπηθεί βαριά κι έδειχνε να πονάει. Το βλέμμα του της μιλούσε, την κοίταζε με μεγάλη ένταση, της απευθυνόταν. Η αμηχανία του κοριτσιού ήταν τεράστια, ήθελε να κάνει κάτι μα δεν ήξερε τι. Τα πουλιά δε μιλάνε και δεν μπορούν να ζητήσουν αυτό που θέλουν. Τότε, αυθόρμητα, η κοπέλα άρχισε να το χαϊδεύει απαλά, του χτένιζε με τα δάχτυλα της τα άσπρα του φτερά και προσπαθούσε να το ζεστάνει με την ανάσα της. Όση ώρα το φρόντιζε, τα μάτια της βούρκωναν, αλλά συγκρατούσε τα δάκρυα της για να μην τη δει το γλαροπούλι και φοβηθεί. Μετά από ώρα πολύ- η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί- η καρδιά του γλάρου άρχισε να βρίσκει τον χαμένο της ρυθμό. Ανάσαινε πλέον κανονικά. Το κορίτσι αναθάρρεψε αλλά δε θα σταματούσε τη δουλειά της μέχρι το πουλί να γίνει σίγουρα καλά. Όπως κι έγινε. Ο γλάρος συνήλθε κι άρχισε να φτεροκοπάει άτσαλα γύρω της να την ευχαριστήσει. Την κουτουλούσε απαλά κι έχωνε το ράμφος του με τρόπο διακριτικό μες στα μαλλιά της. Έπειτα από αυτήν την ευχαριστήρια χορογραφία, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε.»

Tuesday, 24 January 2012

Conquistador


I am a conquistador.
I’ve lived among the seven seas, I’ve travelled a lot and I’ve given horrible battles. Some ended well, some other not.
There is a great complexity concerning myself. I have a strong body, strong hands and strong legs. My eyes are fierce and thus I seem fearless. However, my men respect me. They respect my mind of logic, the structure in the chains of my thought. They feel secure around me because I can protect them. I am their Parent.
But during the depth of night, within my chamber, I get off of my bed, I light a candle and I go towards the mirror. I look at me and I remember. My skin is soft, my cheeks are hairless and my hair is long and wavy. I remember that I am not a man.
I am a woman and I am not a conquistador.

Saturday, 17 December 2011

ΚΥΚΝΟΣ


Μέσα στην πόλη την αχανή, την κίνηση, το χάος, ένα κορίτσι κάθεται ακίνητο στο δρόμο. Τα φανάρια ανάβουν πράσινα και κόκκινα, τα αμάξια προσπερνάνε. Οι μηχανές γκαζώνουνε κι αδιάφορα βογκάνε.  Κι εκείνο κάθεται βουβό, αμίλητο και σκεπτικό. Με μια καρδιά πεταριστή, με μάτια όλο βάθος. Και η ζωή απ’ το βλέμμα της περνάει σαν ταινία. Τα παιδικά καλοκαίρια της, φθινόπωρο εφηβείας, μια άνοιξη φοιτητική και τώρα μία άλλη, μία εποχή αλλιώτικη, μια εποχή γυναικεία. Ερωτεύτηκε, πληγώθηκε, θύμωσε και παθιάστηκε. Ένιωσε πράγματα βαθιά, μεγάλα, μεγαλόστομα. Μα τώρα θέλει μοναχά, ένα ζητάει μόνο, ετούτο το όνειρο, αυτό, εκείνο το σπουδαίο: αυτό ζητεί, μονάχα αυτό, γι’αυτό παρακαλάει. Να αφήσει τη βαρύτητα να κάνει τη δουλειά της.
Κι όση ώρα στέκεται εκεί, στη μέση αυτού του δρόμου, έρχονται και ξανάρχονται τα λόγια μιας της φίλης. Μιας φίλης που αγαπάει. Της είχε πει λοιπόν κάποτε, σαν έρθει εκείνη η ώρα που έφαγες το γάιδαρο και μόνο η ουρά σου μένει, τότε αγαπημένη μου είναι που κρίνονται όλα. Τότε λοιπόν, δυνάμωσε κι άρχισε να αναπνέεις. Μην ηττηθείς απ’ τον κορεσμό, μην ηττηθείς απ’την πείνα. Στάσου εκεί, ανάσαινε κι αφήσου μες στον χρόνο.
Σ’ευχαριστώ λοιπόν φίλη μου.
Στέκομαι κι ανασαίνω.

Friday, 16 December 2011

In quest of land.



Fishermen, travelers, hunters you are my brothers.
In this journey inspired by the quest of land I am your sister.
My forehead is burning and my shoulders are burned.
The sun guides me and the sun burns me.
Drops of water fall upon my skin in heat and thus upon my skin in heat drops of water sizzle, evaporate, vanish.
Thirsty and tired I search for land.
A pirate my brothers, that’s what I’ve become, a pirate.
But, it’s not right I say, it’s no right. I’m just a girl, my brothers.
-Shut up, don’t cry, don’t you dare cry.
-Yes my brothers, I won’t cry. I do not dare to cry.
How could I? Tears fall upon my skin in heat and thus upon my skin in heat tears sizzle, evaporate, vanish.