Sunday 9 November 2014

H Zωή και η μεγάλη έξοδος

Μια φορά κι έναν καιρό ένα κορίτσι αποφάσισε να δραπετεύσει από το σπίτι του. Δεν ήταν φυλακισμένη η μικρή Ζωή, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο της ήταν αδύνατο να περάσει τις πόρτες του σπιτιού της και να βγει στον έξω κόσμο. Έτσι λοιπόν, όταν έφτασε σε μια μέτρια ηλικία, ούτε παιδί, ούτε γυναίκα, ούτε μικρή, ούτε μεγάλη, πήρε απόφαση αμετάκλητη: θα έβγαινε έξω. Η απόφαση αυτή απαιτούσε σχέδιο και στρατηγική, οργάνωση και πειθαρχία. Επί έναν χρόνο, η Ζωή έκανε ασκήσεις θάρρους. Κατασκεύασε μια μεγάλη ρόδα- σαν αυτή για τα κατοικίδια χάμστερ- και περπατούσε μέσα της, κυλώντας. Περπατούσε ώρες ολόκληρες χωρίς να μετακινείται σπιθαμή. Εξάσκησε λοιπόν το σώμα της σε κίνηση. Το έθεσε σε λειτουργία και το γύμνασε με τρόπο συστηματικό και επαγγελματικό. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και η μέρα εξόδου έφτασε. Η πόρτα άνοιξε και το εξασκημένο σώμα της Ζωής βγήκε έξω. Το μυαλό δεν μπορούσε να παρέμβει στην αυτόματη κίνηση. Τα πόδια προχωρούσαν μα αυτήν την φορά προχωρούσαν στ’ αληθινά, την πήγαιναν κάπου. Η Ζωή τρομακρατημένη μα και την ίδια ώρα πανηγυρική άρχισε να ανασαίνει τον αέρα. Είχε δροσιά και ο ήλιος ήταν φιλικός. Δεν της πήρε ώρα πολύ να βρει έναν ρυθμό κανονικό που να της κάθεται καλά, να τη βολεύει. Ούτε άργησε το μυαλό και η καρδιά της να ανταποκρίνονται στα νέα ερεθίσματα του έξω κόσμου. Μόλις συνήλθε η Ζωή, μόλις τα πόδια της από μηχανικά γίναν ευέλικτα, σταμάτησε για λίγο να σκεφτεί: «Με έθεσα σε κίνηση και μ’ έβγαλα έξω από το σπίτι. Τώρα σειρά έχει να κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα.»

Το όνειρο της Ζωής ήταν να φτιάχνει καράβια.

Sunday 29 September 2013

Mια ωραία βραδιά

  
Έπεσε στάχτη μέσα στο κρασί της. Βούτηξε το δάχτυλο της και μετά το έβγαλε και το γλειψε. Η πικράδα μαζί με το στυφό του ποτού. Πλατάγιασε τη γλώσσα της. Γεύση. Αυτό είναι. Τι παραπάνω έψαχνε να βρει πέρα από το γεγονός αυτό καθαυτό; Πάντα έψαχνε το νόημα πίσω από τις λέξεις. Ίσως γιατί εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις από τα λόγια. Αυτός όμως ο ρομαντισμός της, όταν μεγεθύνονταν στην πιο ακραία του μορφή, καταντούσε ανθυγειινός, τουλάχιστον γραφικός. Χαρακτηριστικό ανθρώπων ενός είδους που αδυνατούν να σχετιστούν με την πραγματικότητα. Ίσως τελικά η απάντηση- αν τίθεται καν το ερώτημα- είναι η ισορροπία. Μια ισορροπία τόσο ιδανική που σχεδόν καταλήγει απάνθρωπη. Μέσα από συνειρμούς, άρχισε να συλλογίζεται για τα ανθρώπινα. Οι άνθρωποι, αυτά τα παράξενα πλάσματα που κουβαλούν την ιστορία, είναι όντως όντα περίπλοκα, σαν χταπόδια. Αρκετά ευαίσθητα για να τακτοποιούν τη ζωή τους κατασκευάζοντας σπίτια, αρκετά ενστικτώδη ώστε να φράξουν το στόμα και τη μυτή όποιου τα απειλεί. Νοικοκυροσύνη και βία. Αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία του ανθρώπου, οι αντίρροπες δυνάμεις που τεντώνουν το σκοινί πάνω στο οποίο ακροβατούν.
   Ανάσανε. Αυτή η αποστασιοποίηση από το τώρα ήταν βασανιστική. Το πόστο του παρατηρητή είναι το πόστο του ασώματου, η νίκη του του εγκεφαλικού, η ήττα των συναισθημάτων. Γιατί τα συναισθήματα δεν είναι τίποτε άλλο από τις σωματικές αντιδράσεις στον Άλλον. Τα συναισθήματα, το νιώσιμο, δεν είναι άυλα. Αντιθέτως, είναι πολύ χειροπιαστά, με σάρκα και οστά. Τα συναισθήματα ενεργοποιούν τις διαφορετικές σωματικές θερμοκρασίες, τις εκκρίσεις και τις συσφίξεις. Είναι- ας το πούμε κι έτσι- μια γυμναστική από τα μέσα. «Τελικά», σκέφτηκε, «αυτό που γυμνάζει το σώμα μου είναι τα συναισθήματα μου.»
   «Κλείστηκα πάλι στο κουβούκλιο μου όμως. Πάω να φτιάξω ένα σάντουιτς, να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου και να βγω έξω. Είναι μια ωραία βραδιά απόψε.»


Monday 3 June 2013

Η πίστη.

 
 Μπήκα στο δωμάτιο μου. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες αλλά το φως του ήλιου, έντονο, τις διαπερνούσε και γέμιζε τον χώρο με την άχνα του. Κοίταξα το κρεβάτι με τα άσπρα του σεντόνια και μια μυρωδιά σαπουνιού με πλημμύρισε. Μέσα σε μια στιγμή μου αποκαλύφθηκε η αίσθηση της απόλαυσης.
   Μια απόλαυση κατάδικη μου που γεννιέται επειδή έτσι το διάλεξα. Δεν παρασύρθηκα, διάλεξα τις ηδονές μου. Με κυρίευσα και μετά κυρίευσα τον Άλλον. Τον καθοδηγώ σε αυτά που θέλω. Πάνω στο σώμα μου. Γητεύω και αλητεύω και αλαλάζω και σιωπώ. Σιωπή λοιπόν. Και ξανά, αλαλαγμοί και θρήνοι και κραυγές χαράς και έκπληξης. Και ξάφνου, ο φόβος του θανάτου, πάντα εκεί- ποτέ αλλού- μετουσιώνεται σε ένα στοίχημα. Γίνεται πιόνι στην παρτίδα που ορίζω, την παίζω και κερδίζω. Κερδίζω αυτόν τον φόβο του θανάτου. Και ο Χάρος από μαυροφορεμένη φιγούρα γίνεται ο παλιάτσος μου. Σε νικάω. Κάθε στιγμή απόλαυσης σε νικάω Σατανά και γίνομαι θεότητα. Θεότητα του Δωδεκάθεου με πάθη, λάθη και μορφή.
   Μετά απ’την κορύφωση της μεγαλομανίας μου, επιστρέφω και πάλι στις διαστάσεις μου. Δε βλέπω τα μέσα μου κι όμως τα νιώθω. Και τα συναισθήματα που γεννά ο Άλλος, δεν είναι τίποτε άλλο από σωματικές αντιδράσεις. Χημεία, και ίσως κάτι λίγο από το άυλο- πνευματικό ας το πούμε.
   Κι ύστερα απ’όλα αυτά, τον οίστρο, την μανία, τη σιγή και την ησυχία, και πάλι εγώ, ο εαυτός μου: καθημερινός, φθαρτός, μία κουκίδα στην όλη Ιστορία.
   Αλήθεια, η ζωή είναι ήδη μπερδεμένη και περίπλοκη. Πού χώρος και χρόνος για την πίστη σε έναν άλλο Θεό, πέρα από τον άνθρωπο τον ίδιο.


Wednesday 20 March 2013

Pornography

   It was after midnight. I was walking around the city without any destination. I stopped by a bar. I went inside. I started looking around. I focused my eyes on a man with dark hair, dark eyes and long fingers- beautiful hands. I moved towards him. I grabbed his shoulder tightly so as to make him turn around and see me. He looked at me amazed. I looked at him indiscreetly. I felt I had no limits. All the shame had gone. I kissed him. Without any sense of guilt or remorse. Without thinking. My brains had been paused.  I owned him. If I wanted to devour him, I could. If I wanted to chew him up, I would. If I wanted to warm him up, I would. I felt I could eat him any way I wanted to. I had the power. The minute I felt I had this power, I turned around and I left. My experiment was over.

Monday 28 January 2013

Μάρμαρο.


 Κοίταξε το σώμα του μαρμάρινου θεού. Λευκό, στιλπνό και σφριγηλό. Η πλάτη με τους μυς πολλά υποσχόμενη. Για να σηκώνει βάρη, να σε σηκώνει και να σε πετάει ψηλά στον αέρα. Κι εσύ να πετάς αψηφώντας για λίγο τη βαρύτητα και μετά να πέφτεις και πάλι προς τη γη. Όπως σ’ εκείνα τα όνειρα που έβλεπες μικρή. Που έπεφτες από τις σκάλες στο κενό. Μια πτώση διαρκής με ένα τέλος αβέβαιο. Φυσικά και πάντα έβγαινες αλώβητη από τη φοβέρα. Μα πώς από το σώμα του μαρμάρινου θεού της ήρθαν στο μυαλό οι πτώσεις; Το σώμα το ακίνητο την έκανε να φοβάται. Χωρίς την παραμικρή νύξη για κίνηση ήταν αδύνατο να προβλέψει τι θα επακολουθούσε. Από μια ανίκητη ανάγκη για πρόβλεψη, νόμισε τώρα πως το άγαλμα άρχισε να κινείται. Να αλλάζει έκφραση. Τα χέρια του σα να΄θελαν να τεντωθούν. Ο λαιμός σα να΄θελε να σπάσει. Θεέ μου, πώς ζωντάνευε έτσι το υλικό. «Εγώ το ζωντανεύω;», είπε και έκλεισε τα μάτια της από το αποτρόπαιο θέαμα. «Εγώ σε θαύματα δεν πίστεψα ποτέ, δε θα πιστέψω τώρα», είπε και άνοιξε τα μάτια της. Τώρα μπροστά της έβλεπε απλώς μια λαξευμένη πέτρα. Με ανακούφιση λοιπόν, και με τη δέουσα κυνικότητα, πλησίασε το σώμα το ανδρικό και του’πε: «Νόμιζες πως θα με ξεγελάσεις». Του γύρισε έπειτα την πλάτη της και έκανε να φύγει. Μα ένιωσε άσχημα για την κατάντια της. Πώς τον αψήφησε έτσι; Πώς του έκοψε έτσι τη φορά για ζωή; Μετανιωμένη στράφηκε προς το μέρος του ξανά κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Τώρα τον φίλαγε παντού, στο μέτωπο, στα χέρια, στο στήθος και στο στόμα. Και έτσι ξάφνου άκουσε τον χτύπο της καρδιά του.

Friday 23 November 2012

Παραμύθι


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό κορίτσι. Μια μοναχοκόρη. Ζούσε με μια παράξενη οικογένεια. Μια οικογένεια που έλεγε συνέχεια ψέματα.
“Μαμά πώς γεννιούνται τα παιδιά;”
“Τα παιδιά κορούλα μου φυτρώνουν ανάμεσα στα λάχανα.”
“Μπαμπούλη μου, χτύπησες; Βλέπω να τρέχει λίγο αίμα από το δάχτυλο σου.”
“Μη λες βλακείες κοριτσάκι μου! Αυτό δεν είναι αίμα, είναι κερασόζουμο!”
Και το κοριτσάκι, που δεν ήταν μαθημένο αλλά δεν ήταν και χαζό, έκανε βόλτες μόνο του προσπαθώντας να μάθει την αλήθεια. Μιαν αλήθεια που να ‘ρχεται από τη ζωή. Περπατούσε ώρες πολλές στο δάσος που περιτριγύριζε το σπίτι της. Περπατούσε και στην ακροθαλασσιά τα καλοκαίρια εκεί που παραθέριζαν. Κι έτσι πάσχιζε για μια επαφή με τον έξω κόσμο.

Τα χρόνια πέρασαν, το κορίτσι έγινε κοπέλα και πλέον είχε φτάσει η ώρα για να φύγει από το σπίτι της.
Βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού της με τη βαλίτσα στο χέρι. Οι γονείς της ήταν δίπλα της με τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα.
Η κοπέλα τους κοίταξε και ένιωσε να τους αγαπά από απόσταση. Από απόσταση γιατί δεν την ήξεραν. Οι γονείς της δεν ήξεραν ποιά ήταν. Αλλά και πάλι, ούτε κι εκείνη ήξερε καλά-καλά.
Είχε όμως πάρει μιαν απόφαση και ένιωθε σιγουριά. Ήθελε να φύγει. Φυσικά και φοβόταν- και ποιός δε φοβάται άλλωστε;
Το βλέμμα της μητέρας της θα το αναζητούσε πάντα. Τα χέρια του πατέρα της θα τα θυμόταν πάντα.
Προς το παρόν όμως αποφάσισε να ξεχάσει. Προς το παρόν.
Θα έφευγε και θα ξανεγεννιότανε.

Τα χρόνια πέρασαν και πάλι, και η κοπέλα έγινε γυναίκα. Είχε κάνει κι έναν γιο με έναν άντρα που αγαπούσε πολύ.
Μια μέρα, έτσι όπως χάιδευε στοργικά την πλάτη του παιδιού της, θυμήθηκε.
Θυμήθηκε το βλέμμα της μάνας της και τα χέρια του πατέρα της. Και πήρε μιαν απόφαση με μεγάλη σιγουριά.

Έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι, η γυναίκα επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε. Είδε το δάσος όπου έκανε βόλτες μικρή. Περπάτησε μέσα του και τα κάποτε μεγάλα δέντρα τώρα της φαίνονταν μικρά. Είδε μέσα στο ξέφωτο να ξεπροβάλει το σπίτι της. Πλησίασε και χτύπησε την πόρτα.

Της άνοιξαν κι οι δυο γονείς της. Στέκονταν δίπλα της με δάκρυα στα μάτια σαν τότε που έφευγε. Είπε στον εαυτό της: “Μα όσα λάθη κι αν έκαναν, με άφησαν να φύγω.”
Και τότε ένιωσε να τους αγαπά. Από κοντά αυτήν τη φορά.

Thursday 20 September 2012

The blanket


I return covered in feathers like an exotic bird. I can fly but I can swim as well.  I’m a fish, a shiny, salty fish. I am of a binary nature I say. Oh dear, that’s just to fool my self. My nature is far more than binary- it’ s too complicated. It’ s almost unknown to my conscious self. I try to catch a snake but it slips away from my slippery hands. Oh dear. It gets away as soon as I feel sure that I’ve caught it. Therefore, I cannot fish a fish, I cannot hunt an animal. I plant flowers instead. Flowers relax me. I feel calm as I plant the seed and see it grow. I feel secure with this controlled motion, a safe liveliness. I let it be and it lets me be. I love you flowers. Grow. Grow. Grow. And let me crawl upon you so I can reach the sky. Let me approach the sun. But not too close. Getting too close to light is getting too close to a burning wound. I prefer a blanket instead. I need its warmth. I need a blanket instead. A blanket. Please.