Μια φορά κι έναν καιρό ένα κορίτσι αποφάσισε να δραπετεύσει από το σπίτι
του. Δεν ήταν φυλακισμένη η μικρή Ζωή, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο της ήταν
αδύνατο να περάσει τις πόρτες του σπιτιού της και να βγει στον έξω κόσμο. Έτσι
λοιπόν, όταν έφτασε σε μια μέτρια ηλικία, ούτε παιδί, ούτε γυναίκα, ούτε μικρή,
ούτε μεγάλη, πήρε απόφαση αμετάκλητη: θα έβγαινε έξω. Η απόφαση αυτή απαιτούσε
σχέδιο και στρατηγική, οργάνωση και πειθαρχία. Επί έναν χρόνο, η Ζωή έκανε
ασκήσεις θάρρους. Κατασκεύασε μια μεγάλη ρόδα- σαν αυτή για τα κατοικίδια
χάμστερ- και περπατούσε μέσα της, κυλώντας. Περπατούσε ώρες ολόκληρες χωρίς να
μετακινείται σπιθαμή. Εξάσκησε λοιπόν το σώμα της σε κίνηση. Το έθεσε σε
λειτουργία και το γύμνασε με τρόπο συστηματικό και επαγγελματικό. Οι μέρες
περνούσαν γρήγορα και η μέρα εξόδου έφτασε. Η πόρτα άνοιξε και το εξασκημένο
σώμα της Ζωής βγήκε έξω. Το μυαλό δεν μπορούσε να παρέμβει στην αυτόματη
κίνηση. Τα πόδια προχωρούσαν μα αυτήν την φορά προχωρούσαν στ’ αληθινά, την
πήγαιναν κάπου. Η Ζωή τρομακρατημένη μα και την ίδια ώρα πανηγυρική άρχισε να
ανασαίνει τον αέρα. Είχε δροσιά και ο ήλιος ήταν φιλικός. Δεν της πήρε ώρα πολύ
να βρει έναν ρυθμό κανονικό που να της κάθεται καλά, να τη βολεύει. Ούτε άργησε
το μυαλό και η καρδιά της να ανταποκρίνονται στα νέα ερεθίσματα του έξω κόσμου.
Μόλις συνήλθε η Ζωή, μόλις τα πόδια της από μηχανικά γίναν ευέλικτα, σταμάτησε
για λίγο να σκεφτεί: «Με έθεσα σε κίνηση και μ’ έβγαλα έξω από το σπίτι. Τώρα
σειρά έχει να κάνω το όνειρο μου πραγματικότητα.»
Το όνειρο της Ζωής ήταν να φτιάχνει καράβια.