Saturday 17 December 2011

ΚΥΚΝΟΣ


Μέσα στην πόλη την αχανή, την κίνηση, το χάος, ένα κορίτσι κάθεται ακίνητο στο δρόμο. Τα φανάρια ανάβουν πράσινα και κόκκινα, τα αμάξια προσπερνάνε. Οι μηχανές γκαζώνουνε κι αδιάφορα βογκάνε.  Κι εκείνο κάθεται βουβό, αμίλητο και σκεπτικό. Με μια καρδιά πεταριστή, με μάτια όλο βάθος. Και η ζωή απ’ το βλέμμα της περνάει σαν ταινία. Τα παιδικά καλοκαίρια της, φθινόπωρο εφηβείας, μια άνοιξη φοιτητική και τώρα μία άλλη, μία εποχή αλλιώτικη, μια εποχή γυναικεία. Ερωτεύτηκε, πληγώθηκε, θύμωσε και παθιάστηκε. Ένιωσε πράγματα βαθιά, μεγάλα, μεγαλόστομα. Μα τώρα θέλει μοναχά, ένα ζητάει μόνο, ετούτο το όνειρο, αυτό, εκείνο το σπουδαίο: αυτό ζητεί, μονάχα αυτό, γι’αυτό παρακαλάει. Να αφήσει τη βαρύτητα να κάνει τη δουλειά της.
Κι όση ώρα στέκεται εκεί, στη μέση αυτού του δρόμου, έρχονται και ξανάρχονται τα λόγια μιας της φίλης. Μιας φίλης που αγαπάει. Της είχε πει λοιπόν κάποτε, σαν έρθει εκείνη η ώρα που έφαγες το γάιδαρο και μόνο η ουρά σου μένει, τότε αγαπημένη μου είναι που κρίνονται όλα. Τότε λοιπόν, δυνάμωσε κι άρχισε να αναπνέεις. Μην ηττηθείς απ’ τον κορεσμό, μην ηττηθείς απ’την πείνα. Στάσου εκεί, ανάσαινε κι αφήσου μες στον χρόνο.
Σ’ευχαριστώ λοιπόν φίλη μου.
Στέκομαι κι ανασαίνω.

Friday 16 December 2011

In quest of land.



Fishermen, travelers, hunters you are my brothers.
In this journey inspired by the quest of land I am your sister.
My forehead is burning and my shoulders are burned.
The sun guides me and the sun burns me.
Drops of water fall upon my skin in heat and thus upon my skin in heat drops of water sizzle, evaporate, vanish.
Thirsty and tired I search for land.
A pirate my brothers, that’s what I’ve become, a pirate.
But, it’s not right I say, it’s no right. I’m just a girl, my brothers.
-Shut up, don’t cry, don’t you dare cry.
-Yes my brothers, I won’t cry. I do not dare to cry.
How could I? Tears fall upon my skin in heat and thus upon my skin in heat tears sizzle, evaporate, vanish.