Tuesday 29 June 2010

ΑΗΔΟΝΙ κι ΑΕΤΟΣ



Γεννήθηκα σε φωλιά αηδονιού- από ένα αυγό ξεμύτησα. Το αηδόνι είναι η μάνα μου, και ο αητός ο άντρας της. Κι εγώ παλεύω για να δω, να ανακαλύψω τί είμαι. Έχω την χάρη ενός πουλιού, την κίνηση του αέρα- μα σα νυχτώσει η βραδιά, γίνομαι άγρια, βαριά- όλο θυμό και μένος.
Μέρες περνούν και φεύγουνε κι εγώ ακόμα ψάχνω. Ψάχνω να δω πώς θα με βρω, πώς θα μ’ αναγνωρίσω.
Και να που ήρθε μια στιγμή- στιγμή ακινησίας. Κενή. Αθόρυβη. Ήσυχη. Μα που μιλούσε κιόλας. Και είπε, μου είπε, μίλησε: “Σταμάτα πιά το ψάξιμο, και ηρέμησε τα πάθη”. Κι εγώ την άκουσα τη στιγμή και άρχισα να ανασαίνω.
Κι όπως ανάσαινα και ένιωθα απόλαυση και δέος, ένιωσα άλλο ένα φύσημα- διπλή η αναπνοή μου. Και δίπλα μου πλησίαζε μια δεύτερη ανάσα. Μια ανάσα με άρωμα βασιλικού και γεύση από αλμύρα. Και έκλεισα τα μάτια μου- σταμάτησα την πάλη. Ο φόβος με κατέλαβε, μα δε θα με νικούσε. Εγώ θα είμαι ο αρχηγός- ο κύριος του εαυτού μου.
Και ο φόβος καταλάγιασε, έγινε γλυκειά αγωνία.
Κι εγώ άνοιξα το στόμα μου και άρχισα να μιλάω- να αρθρώνω, να εκφράζομαι, να έχω φωνή δική μου.
Γιατί πριν ήμουνα μουγγή, μα τώρα ξανά μιλάω.

Thursday 24 June 2010

Adieu



I woke up this morning. And I smelled my hair. It smelled sea. I closed my eyes but the sun went through the curtains of my room and through the curtains of my eyes. I had light in my dark. I stretched, I lightly smiled.
I got off my bed. Barefoot, I sought for water to recover. I washed my face, my teeth. And with wet hands I cooled off my skin- neck, arms, back.
I crossed my way to the kitchen. I needed coffee. Not to wake up, but to taste. The heat had already started to cook my summer fruits. A smell of marmalade was all around me.
I yawned.
The telephone rang. “Hello?”. No answer. “Who is this please?”. No answer. Silence on my behalf. Again. “Who is this?”. No answer.
It must be my nightly ghost, bidding adieu.

Saturday 19 June 2010

Η ΜΑΧΗ



Περιμένω έξω από το θερινό σινεμά. Η ζέστη σε παραλύει. Μα, τί έργο θα δω; Δε θυμάμαι, δεν πειράζει. Είπαμε θερινό σινεμά. Αρκεί.
Έχω έρθει νωρίτερα. Περιμένω. Παρατηρώ.
Απέναντι μου ένας μαυρούλης πουλάει την πραγμάτεια του- ξύλινα ζώα, καμηλοπαρδάλεις, χελώνες...Μα, πώς καταφέρνουν να μοιάζουν τόσο δροσερά ακόμα και μέσα στον καύσωνα; Ο πωλητής και τα ξύλινα ζωάκια του- μέσα από τη δροσερή τους όαση- με κοιτούν και με επεξεργάζονται που περιμένω. Ναι, περιμένω- έφτασα νωρίτερα- πάλι.
Παρατηρώ. Στο αριστερό μου χέρι, σε ένα υπερυψωμένο πεζούλι ένα χαριτωμένο μαγαζί με είδη δώρων έχει στήσει σκηνικό. Έχει στρώσει γρασίδι και πάνω του έχει τοποθετήσει ένα μικρό άσπρο τραπεζάκι και πάνω του έχει τοποθετήσει γλάστρες, γλαστράκια, κεριά, κεράκια. Παρατηρώ.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό μία αβυσσαλέα μάχη εξελίσσεται. Μία κυρία γύρω στα πενήντα πατάει πάνω στο γρασίδι, πατάει το σκηνικό και το σπάει. Φοράει μια κιτρινωπή μπλούζα που αγκαλιάζει τους γοφούς της και μέσα από αυτή ξεπροβάλλει και ξεχύνεται μέχρι τους αστραγάλους μία φούστα κλαρωτή, σε ανοιχτό γκρι. Τα πόδια που ασφυκτιούν μέσα σε σανδάλια ασημί είναι υποταγμένα στην απόφαση της κυρίας τους να έχουν δάχτυλα με νύχια βαμμένα σε χρώμα πορτοκαλί. Αν ρώταγες αυτά τα πόδια τί θα ήθελαν πραγματικά να κάνουν και πού θα ήθελαν πραγματικά να βρίσκονται θα απαντούσαν: χωμένα στην ψιλή άμμο μίας παραλίας όταν θα έπεφτε το σούρουπο και τα χρώματα στον ουρανό θα ήταν λιλά, πορτοκαλί, ροζ, κίτρινα.
Φορώντας αυτήν τη στολή, η κυρία δίνει μάχη αβυσσαλέα. Τρώει ένα παγωτό ξυλάκι-κλασσικό: κρέμα παγωτό, σοκολάτα επικάλυψη. Το παγωτό όμως λυώνει και απειλητικά κυλάει στα χέρια και απειλητικά κατευθύνεται στα καθαρά ρούχα. Η κυρία δεν μπορεί να το επιτρέψει αυτό. Όσο κυρία κι αν είναι πρέπει να υπερασπιστεί την μπουγάδα και τη στολή. Ξεχνάει πως είναι κυρία και αρχίζει να γλύφει τα χέρια και τα δάχτυλα της. Μπαίνει στον αγώνα επιθετικά. Μία γλύφει το παγωτό, μία γλύφει τα δάχτυλα. Στα διαλείμματα, εξετάζει με προσοχή τα ρούχα και εξασφαλίζει πως παραμένουν ανέπαφα. Και μετά συνεχίζει. Γλύφει τα δάχτυλα, γλύφει το παγωτό, ελέγχει τα ρούχα. Κάτι που ξεκίνησε σα μία απόλαυση- ένα παγωμένο παγωτό μέσα στον καύσωνα, κατέληξε μάχη- ένα στυγνό γαλακτερό ζουμί που απειλεί την καθαρότητα. Ποιός θα κερδίσει;
Μα το καλοκαίρι φυσικά.

Tuesday 15 June 2010

Today I am a cat



Today I am a cat. I step on my smooth paws. I walk in silence. I hear. I smell. And all my senses are alert.
Be cautious my little fellow. I observe incognito. I sense you. I follow you. And the minute you start to realize your stalker, I disappear elegantly. And the minute you loose the feeling of having me behind you, you feel the loss. And you weep in silence for that loss. Because you ’ve lost me, that’s why you weep. Because your hallucination was some kind of comfort.
Today, I am a cat. I step on my smooth paws. I roar. I purr. I’m hungry.

Wednesday 9 June 2010

A letter

Dear Samson,

This is a warning letter.
I am writing to you because I must warn you. I must warn you about me. About what I am going to do to you. I am going to cut your hair Samson. I am going to cut your beautiful long hair. I know that you are scared. You are scared of me and my scissors. This moment your body shivers from fear. Fear is starting to possess you. Your body.
But now Samson, your body shivers from ecstasy. Because as time goes by, you understand why I must cut your hair. I will tie you in a chair and I will cut your hair. I will cut it off.
I will cut your hair Samson. I will cut your beautiful long hair. I will cut your hair and I will give you back your power.

Love,
Dalida

Friday 4 June 2010

A wish


One night I could not sleep. I got out of my bed and I got out of my house – a house that was away from crowds, away from lights and away from noise. And then, I looked up towards the sky. And the sky was full of bright shining stars. It was a night of glory.
I closed my eyes and I made a wish. A wish so strong that burnt my eyes. And I started to cry. And my tears moistened my face and my night-dress too. My feet got wet as well.
And then I opened my eyes. My look was still up high, towards the sky. And a strange thing happened there. Among the stars, a star of flesh appeared. A starfish. A sea starfish. But, how and why I wondered. Wasn’t I looking at the sky? The sky and not the sea? Was I in dream?
And then a light breeze blew. And I felt water drops on me. And the breeze kept on blowing and the sky got blurred and I felt more water drops on me. And I started loosing the starfish out of my sight and I got scared. And I tried to reach out for it. And I stretched my body, I stretched my arms to grasp the sky starfish. And after effort I got it and held it in my hands- but my hands were now all wet. And in my mouth I had a taste of salt. And I felt cold.
And I understood. The sky was the sea. The stars were reflections. The starfish was a starfish of flesh. But my wish was my wish and it had come true.
The starfish slipped out of my hands. And I got up, I got into my house, I closed the door, and I went to bed. And fell asleep.