Friday, 23 November 2012

Παραμύθι


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό κορίτσι. Μια μοναχοκόρη. Ζούσε με μια παράξενη οικογένεια. Μια οικογένεια που έλεγε συνέχεια ψέματα.
“Μαμά πώς γεννιούνται τα παιδιά;”
“Τα παιδιά κορούλα μου φυτρώνουν ανάμεσα στα λάχανα.”
“Μπαμπούλη μου, χτύπησες; Βλέπω να τρέχει λίγο αίμα από το δάχτυλο σου.”
“Μη λες βλακείες κοριτσάκι μου! Αυτό δεν είναι αίμα, είναι κερασόζουμο!”
Και το κοριτσάκι, που δεν ήταν μαθημένο αλλά δεν ήταν και χαζό, έκανε βόλτες μόνο του προσπαθώντας να μάθει την αλήθεια. Μιαν αλήθεια που να ‘ρχεται από τη ζωή. Περπατούσε ώρες πολλές στο δάσος που περιτριγύριζε το σπίτι της. Περπατούσε και στην ακροθαλασσιά τα καλοκαίρια εκεί που παραθέριζαν. Κι έτσι πάσχιζε για μια επαφή με τον έξω κόσμο.

Τα χρόνια πέρασαν, το κορίτσι έγινε κοπέλα και πλέον είχε φτάσει η ώρα για να φύγει από το σπίτι της.
Βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού της με τη βαλίτσα στο χέρι. Οι γονείς της ήταν δίπλα της με τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα.
Η κοπέλα τους κοίταξε και ένιωσε να τους αγαπά από απόσταση. Από απόσταση γιατί δεν την ήξεραν. Οι γονείς της δεν ήξεραν ποιά ήταν. Αλλά και πάλι, ούτε κι εκείνη ήξερε καλά-καλά.
Είχε όμως πάρει μιαν απόφαση και ένιωθε σιγουριά. Ήθελε να φύγει. Φυσικά και φοβόταν- και ποιός δε φοβάται άλλωστε;
Το βλέμμα της μητέρας της θα το αναζητούσε πάντα. Τα χέρια του πατέρα της θα τα θυμόταν πάντα.
Προς το παρόν όμως αποφάσισε να ξεχάσει. Προς το παρόν.
Θα έφευγε και θα ξανεγεννιότανε.

Τα χρόνια πέρασαν και πάλι, και η κοπέλα έγινε γυναίκα. Είχε κάνει κι έναν γιο με έναν άντρα που αγαπούσε πολύ.
Μια μέρα, έτσι όπως χάιδευε στοργικά την πλάτη του παιδιού της, θυμήθηκε.
Θυμήθηκε το βλέμμα της μάνας της και τα χέρια του πατέρα της. Και πήρε μιαν απόφαση με μεγάλη σιγουριά.

Έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι, η γυναίκα επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε. Είδε το δάσος όπου έκανε βόλτες μικρή. Περπάτησε μέσα του και τα κάποτε μεγάλα δέντρα τώρα της φαίνονταν μικρά. Είδε μέσα στο ξέφωτο να ξεπροβάλει το σπίτι της. Πλησίασε και χτύπησε την πόρτα.

Της άνοιξαν κι οι δυο γονείς της. Στέκονταν δίπλα της με δάκρυα στα μάτια σαν τότε που έφευγε. Είπε στον εαυτό της: “Μα όσα λάθη κι αν έκαναν, με άφησαν να φύγω.”
Και τότε ένιωσε να τους αγαπά. Από κοντά αυτήν τη φορά.