Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που αγάπαγε τα ρόδια. Τα αγάπαγε τόσο πολύ που δεν τα έτρωγε μόνο, αλλά τα μύριζε, τα άγγιζε, τα χάιδευε. Τα χρησιμοποιούσε για κάθε λογής δουλειά. Συχνά έσκαγε τα κόκκινα σπόρια του ροδιού και λουζόταν τους χυμούς του. Μία φορά το μήνα γέμιζε την μπανιέρα της και πλενόταν μέσα σε αυτούς. Το δροσερό πορφυρό νερό τη ζωντάνευε και την ηρεμούσε. Είχε κάτι από τη γοητεία του αίματος χωρίς το φόβο. Ήταν σα μια ζωή δίχως θάνατο.Ήταν σαν ένα νερό μυθικό, χωρίς κάθαρση. Οι μέρες περνούσαν και το σπίτι γέμιζε ρόδια. Το κορίτσι άρχισε να γίνεται εμμονικό και το σπίτι μέσα καλύφθηκε όλο από αυτούς τους αρχέγονους καρπούς. Τα έπιπλα πια δε φαίνονταν, είχαν καλυφθεί από ρόδια. Άνθρωποι σταμάτησαν να επισκέπτονται το κορίσι μιας και ήταν αδύνατο να κινηθούν μέσα στο σπίτι της. Εκείνη όμως έμαθε να περπατά αλλιώτικα, να κυλάει πάνω στα ρόδια. Τα ρόδια γίναν οι φίλοι της, οι ρόδες της, η ροή της. Το κορίτσι στάματησε να βγαίνει από το σπίτι. Προς το τέλος ξέμαθε να περπατά κανονικά, να πατά τα πόδια κανονικά στη γη, να προσαρμόζεται στον έξω κόσμο. Κλείστηκε στο σπίτι και στον εαυτό της. Άρχισε να αλλάζει μορφή, γινόταν κάθε μέρα πιο κόκκινη, πιο ρόδινη. Άρχισε να στρογγυλεύει, να γίνεται κι η ίδια καρπός. Στο τέλος ξέχασε πως αγαπούσε τα ρόδια. Κι όλο έλεγε: “ Αυτή η αγάπη... αυτή η αγάπη είναι διάβολος”.
No comments:
Post a Comment