Ο χρόνος στέκεται και με ρωτά τί κάνω.
Εγώ του απαντώ, «χάνομαι στις λέξεις και ανάμεσα στις λέξεις και ψάχνω μία
λύση. Αυτή τη λύση που ψάχνω όλη μου τη ζωή».
«Και τί φοβάσαι;»
Και απαντώ ξανά, «φοβάμαι τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που δε φοβούνται
κι εκείνους που δεν παραδέχονται πως φοβούνται. Μα πάνω από όλα φοβάμαι τους
ανθρώπους που δεν τολμούν».
«Και τί θέλεις;»
«Αυτό που θέλω», λέω, «είναι μια μέρα να ξυπνήσω και να μη σκέφτομαι. Μα δε
μιλώ για μία παράδοση στα ενστικτά και τις ορμές, μιλώ για μια ωραία
ισορροπία».
«Δε σε καταλαβαίνω», μου λέει ο χρόνος.
«Δε με πειράζει. Αυτό που με νοιάζει τελικά είναι μια λύση στο έργο.
Συναίσθημα και αγάπη.»
«Μπορείς να γίνεις πιό σαφής; Μην ντρέπεσαι, είμαι ο χρόνος και μπορώ ως
χρόνος να σου φερω αυτό που θες».
«Καλέ μου χρόνε, δε μου φταις σε τίποτα. Μα ξέρεις, έχω ένα παράπονο.
Μάθαμε να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στο απλό κι ωραίο. Μάθαμε να θαυμάζουμε
τη φιοριτούρα, το περίπλοκο και το δυσνόητο. Κι εγώ νομίζω τελικά πως είμαι
άνθρωπος απλός. Μα αυτό δεν έχει πέραση στην εποχή μας. Κι έτσι, λίγο
αναπόφευκτα, μοιάζω σα να’μαι άνθρωπος μιας άλλης εποχής κι ίσως μιας εποχής
που δεν υπήρξε καν.»
«Και πάλι δεν καταλαβαίνω».
«Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου; Μα στάσου λίγο. Είσαι ο χρόνος. Γιατί
στέκεσαι; Ο χρόνος είσαι εσύ ή μήπως είμαι εγώ;»
No comments:
Post a Comment