Monday, 19 March 2012

Αρχιτεκτονική


Ζούσα σε ένα σπίτι λευκό και κυλινδρικό. Γύρω-γύρω είχε παράθυρα για να μπαίνει από παντού το φως. Κάθε φορά που έκανα μπάνιο κοιτούσα έξω προς τον κηπό. Ήταν άνοιξη και τα λουλούδια είχαν ανθίσει. Τα φύλλα της λεμονιάς θρόιζαν απαλά στο διακριτικό αεράκι. Η αμυγδαλιά μου ήταν στα καλύτερα της, σχεδόν αραχνοϋφαντη και γερά ριζωμένη στη γη. Το δέρμα μου μύριζε σαπούνι και ήλιο. Θυμήθηκα ξάφνου εκείνον τον μύθο, όπου ο αέρας και ο ήλιος συναγωνίζονταν για το ποιός θα κατάφερνε πρώτος να γδύσει τον άνθρωπο. Ο αέρας φύσηξε δυνατά αλλά αυτό έκανε τον άνθρωπο να σφιχτεί ακόμα πιο πολύ μέσα στα ρούχα του. Όμως ο ήλιος έλαμψε κι ο άνθρωπος ζεστάθηκε και γδύθηκε. Το νερό κυλούσε στο δέρμα μου και η απόλαυση ήταν απόλυτη. Βγήκα από την μπανιέρα και τυλίχτηκα στη λευκή μου πετσέτα. Τα νερά έσταζαν στα πλακάκια και οι σταγόνες αντανακλούσαν το φως της νέας εποχής. Πάντα ήθελα ένα βυσσινόκηπο αλλά αυτά που έχω τώρα μου αρκούν. Δε μου αρκούν απλώς, με κάνουν να νιώθω χαρά. Περπάτησα για λίγο ξυπόλητη μέσα στο σπίτι. Μπήκα στην κουζίνα και από τη φρουτιέρα μου- μια φρουτιέρα με ηλιοτρόπια- πήρα ένα μήλο. Το δάγκωσα. Ήταν σκληρό, ζουμέρο και όσο έπρεπε γλυκό. Παύση. Ο ήλιος έπεφτε καταπάνω μου σα να ‘ταν προβολέας. Η απόλυτη έκθεση σε ένα φως που προκαλεί αμηχανία. Δε με’νοιαζε. Αφέθηκα σε αυτήν την αφή με το υπερφυσικό. Χωρίς θεό, να ‘μαι, σε μια κουζίνα να προσεύχομαι στο φως.

Thursday, 1 March 2012

Spring


He moved towards the door feeling happy because her skin felt happy. She gently grabbed his hand and dragged him back into her arms. She hold him and put her ear upon his beating heart. They smiled at the same time without looking at each other. They were blissful and thankful. It was a moment of true happiness.
I put my arms around you to hold you. I put my arms around you to say a prayer. Once, I believed in God. Now, I believe in my arms and in your eyes. You are my toy and I am your child.
Once, I believed in God. Now, I am released from all gods. I am released from my Father, from my Mother, from my Home. I stand godless upon this godless world and I breathe the godless air. And now, I am about to eat for the first time, drink for the first time and make love for the first time. I am un-baptized. I get a new name, an Indian name. My name is “Smell of Bread”.
The door had just closed and she rushed straight back to bed. She curled up under the sheets and enjoyed the feeling of the spring coming.