Ζούσα σε ένα σπίτι λευκό και κυλινδρικό. Γύρω-γύρω είχε παράθυρα για να μπαίνει
από παντού το φως. Κάθε φορά που έκανα μπάνιο κοιτούσα έξω προς τον κηπό. Ήταν
άνοιξη και τα λουλούδια είχαν ανθίσει. Τα φύλλα της λεμονιάς θρόιζαν απαλά στο
διακριτικό αεράκι. Η αμυγδαλιά μου ήταν στα καλύτερα της, σχεδόν αραχνοϋφαντη
και γερά ριζωμένη στη γη. Το δέρμα μου μύριζε σαπούνι και ήλιο. Θυμήθηκα
ξάφνου εκείνον τον μύθο, όπου ο αέρας και ο ήλιος συναγωνίζονταν για το ποιός
θα κατάφερνε πρώτος να γδύσει τον άνθρωπο. Ο αέρας φύσηξε δυνατά αλλά αυτό
έκανε τον άνθρωπο να σφιχτεί ακόμα πιο πολύ μέσα στα ρούχα του. Όμως ο ήλιος
έλαμψε κι ο άνθρωπος ζεστάθηκε και γδύθηκε. Το νερό κυλούσε στο δέρμα μου και η
απόλαυση ήταν απόλυτη. Βγήκα από την μπανιέρα και τυλίχτηκα στη λευκή μου
πετσέτα. Τα νερά έσταζαν στα πλακάκια και οι σταγόνες αντανακλούσαν το φως της
νέας εποχής. Πάντα ήθελα ένα βυσσινόκηπο αλλά αυτά που έχω τώρα μου αρκούν. Δε
μου αρκούν απλώς, με κάνουν να νιώθω χαρά. Περπάτησα για λίγο ξυπόλητη μέσα στο
σπίτι. Μπήκα στην κουζίνα και από τη φρουτιέρα μου- μια φρουτιέρα με
ηλιοτρόπια- πήρα ένα μήλο. Το δάγκωσα. Ήταν σκληρό, ζουμέρο και όσο έπρεπε
γλυκό. Παύση. Ο ήλιος έπεφτε καταπάνω μου σα να ‘ταν προβολέας. Η απόλυτη
έκθεση σε ένα φως που προκαλεί αμηχανία. Δε με’νοιαζε. Αφέθηκα σε αυτήν την αφή
με το υπερφυσικό. Χωρίς θεό, να ‘μαι, σε μια κουζίνα να προσεύχομαι στο φως.
No comments:
Post a Comment