Τέλη Ιούνη, καθημερινή. Είχε βραδιάσει. Εκείνοι κάθονταν
έξω στο μπαλκόνι τους να ξεγελάσουν τη ζέστη που δεν υποχωρούσε ούτε τις βραδινές
ώρες. Έπαιζαν σα δυο μικρά παιδιά. Πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι βρισκόταν ένα μεγάλο
μπωλ που το είχαν γεμίσει φρούτα. Κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα. Εκείνη είχε
επιπλέον πάνω στην ποδιά της ένα πιάτο με καρπούζι. Εκείνος γελούσε με την
αδυναμία που είχε στο φρούτο αυτό. Και οι δυο μαζί γέμιζαν με τα σπόρια το στόμα
τους και στόχευαν στις γλάστρες του απέναντι μπαλκονιού. Στόχος ήταν να φυτέψουν
μια καρπουζιά- δώρο για τον καλοσυνάτο και μοναχικό γείτονα. Οι περισσότερες
προσπάθειες τους όμως κατέληγαν κάτω στο δρόμο σε κεφάλια ανυποψίαστων περαστικών
που όταν θα επέστρεφαν σπίτι θα αναρωτιόντουσαν πώς βρέθηκαν πάνω
τους αυτοί οι μικροί μαυροι καρποί. Γελούσαν δυνατά σαν παιδιά, σκάρωναν τραγούδια δικά τους, έλεγαν παλιές
ιστορίες και σχεδίαζαν νέες. Οι ώρες περνούσαν χωρίς εκείνοι να καταλαβαίνουν πώς.
Όταν πια η γειτονιά αφήνονταν στο θερινό λήθαργο, οι δυο τους σηκώνονταν απ’το μπαλκόνι,
έμπαιναν μέσα και συνέχιζαν την ερωτοτροπία. Το φιδάκι έξω στο μπαλκόνι έσβηνε
και το ζευγάρι μέσα στο σπίτι άναβε.
No comments:
Post a Comment