Κοίταξε το σώμα του μαρμάρινου
θεού. Λευκό, στιλπνό και σφριγηλό. Η πλάτη με τους μυς πολλά υποσχόμενη. Για να
σηκώνει βάρη, να σε σηκώνει και να σε πετάει ψηλά στον αέρα. Κι εσύ να πετάς
αψηφώντας για λίγο τη βαρύτητα και μετά να πέφτεις και πάλι προς τη γη. Όπως σ’
εκείνα τα όνειρα που έβλεπες μικρή. Που έπεφτες από τις σκάλες στο κενό. Μια
πτώση διαρκής με ένα τέλος αβέβαιο. Φυσικά και πάντα έβγαινες αλώβητη από τη
φοβέρα. Μα πώς από το σώμα του μαρμάρινου θεού της ήρθαν στο μυαλό οι πτώσεις;
Το σώμα το ακίνητο την έκανε να φοβάται. Χωρίς την παραμικρή νύξη για κίνηση
ήταν αδύνατο να προβλέψει τι θα επακολουθούσε. Από μια ανίκητη ανάγκη για πρόβλεψη,
νόμισε τώρα πως το άγαλμα άρχισε να κινείται. Να αλλάζει έκφραση. Τα χέρια του
σα να΄θελαν να τεντωθούν. Ο λαιμός σα να΄θελε να σπάσει. Θεέ μου, πώς ζωντάνευε
έτσι το υλικό. «Εγώ το ζωντανεύω;», είπε και έκλεισε τα μάτια της από το
αποτρόπαιο θέαμα. «Εγώ σε θαύματα δεν πίστεψα ποτέ, δε θα πιστέψω τώρα», είπε
και άνοιξε τα μάτια της. Τώρα μπροστά της έβλεπε απλώς μια λαξευμένη πέτρα. Με
ανακούφιση λοιπόν, και με τη δέουσα κυνικότητα, πλησίασε το σώμα το ανδρικό και
του’πε: «Νόμιζες πως θα με ξεγελάσεις». Του γύρισε έπειτα την πλάτη της και
έκανε να φύγει. Μα ένιωσε άσχημα για την κατάντια της. Πώς τον αψήφησε έτσι;
Πώς του έκοψε έτσι τη φορά για ζωή; Μετανιωμένη στράφηκε προς το μέρος του ξανά
κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Τώρα τον φίλαγε παντού, στο μέτωπο, στα χέρια, στο
στήθος και στο στόμα. Και έτσι ξάφνου άκουσε τον χτύπο της καρδιά του.
No comments:
Post a Comment