Friday, 17 February 2012

Το αίνιγμα


Ο χρόνος στέκεται και με ρωτά τί κάνω.
Εγώ του απαντώ, «χάνομαι στις λέξεις και ανάμεσα στις λέξεις και ψάχνω μία λύση. Αυτή τη λύση που ψάχνω όλη μου τη ζωή».
«Και τί φοβάσαι;»
Και απαντώ ξανά, «φοβάμαι τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που δε φοβούνται κι εκείνους που δεν παραδέχονται πως φοβούνται. Μα πάνω από όλα φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν τολμούν».
«Και τί θέλεις;»
«Αυτό που θέλω», λέω, «είναι μια μέρα να ξυπνήσω και να μη σκέφτομαι. Μα δε μιλώ για μία παράδοση στα ενστικτά και τις ορμές, μιλώ για μια ωραία ισορροπία».
«Δε σε καταλαβαίνω», μου λέει ο χρόνος.
«Δε με πειράζει. Αυτό που με νοιάζει τελικά είναι μια λύση στο έργο. Συναίσθημα και αγάπη.»
«Μπορείς να γίνεις πιό σαφής; Μην ντρέπεσαι, είμαι ο χρόνος και μπορώ ως χρόνος να σου φερω αυτό που θες».
«Καλέ μου χρόνε, δε μου φταις σε τίποτα. Μα ξέρεις, έχω ένα παράπονο. Μάθαμε να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στο απλό κι ωραίο. Μάθαμε να θαυμάζουμε τη φιοριτούρα, το περίπλοκο και το δυσνόητο. Κι εγώ νομίζω τελικά πως είμαι άνθρωπος απλός. Μα αυτό δεν έχει πέραση στην εποχή μας. Κι έτσι, λίγο αναπόφευκτα, μοιάζω σα να’μαι άνθρωπος μιας άλλης εποχής κι ίσως μιας εποχής που δεν υπήρξε καν.»
«Και πάλι δεν καταλαβαίνω».
«Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου; Μα στάσου λίγο. Είσαι ο χρόνος. Γιατί στέκεσαι; Ο χρόνος είσαι εσύ ή μήπως είμαι εγώ;»

Sunday, 12 February 2012

Εγώ θέλω (χάρις στον ερωτικό μονόλογο του Crave της Sarah Kane)


Εγώ θέλω να σε παίρνω τηλέφωνο και να μην ξέρω τι θα σου πω, αλλά να μη με νοιάζει. Εγώ θέλω να μου μιλάς και να μη σκέφτεσαι αυτά που θες να μου πεις. Θέλω να με αγγίζεις και να το νιώθω φυσικό. Να μπορώ ν' ακουμπάω το κεφάλι μου στον ώμο σου χωρίς να φοβάμαι. Θέλω να γίνομαι μελό, ρομαντική, αστεία και να μη λογοκρίνομαι. Θέλω να το τολμάς κι εσύ. Θέλω να μου λες αλήθειες και ψέματα. Εγώ θέλω όσα μου λες εσύ και όσα σου λέω έγω να μην έχουν σημασία. Γιατί θέλω όλα να είναι απλώς μια αφορμή για να είμαστε εμείς οι δυο μαζί. Θέλω να πηγαίνουμε βόλτα στη θάλασσα, να κολυμπάμε και να στεγνώνουμε κάτω από την ίδια πετσέτα. Θέλω να νιώθω το δέρμα σου πάνω στο δικό μου. Θέλω να χώνομαι στην αγκαλιά σου και να με σφίγγεις δυνατά. Θέλω να σε ακούω να ανασαίνεις πλάι μου στο σινεμά. Θέλω να μου λες παραμύθια και να μου τραγουδάς λίγο πριν κοιμηθούμε. Θέλω να ακούω τη φωνή σου που μιλάει μόνο για 'μένα. Θέλω να χαίρεσαι στα γενέθλια μου γιατί θα είσαι ευτυχισμένος που γεννήθηκα. Θέλω να μπερδεύονται τα μαλλιά μου στο αξύριστο πρόσωπο σου όταν φιλιόμαστε. Θέλω να αναγνωρίζω τη μυρωδιά σου πάνω στα ρούχα μου και στο δέρμα μου. Θέλω να μπορώ να φοβάμαι και να μη με νοιάζει γιατί είσαι κι εσύ στον κόσμο αυτόν και αυτό έχει σημασία. Θέλω να είσαι όλος δικός μου. Θέλω μαζί σου να τολμάω να πω πως μου ανήκεις. Θέλω να ακούω τραγούδια ερωτικά και να ξέρω πως όταν τα ακούς κι εσύ σκέφτεσαι εμένα. Θέλω να σε παρατηρώ και να αναρωτιέμαι πώς άντεχα πριν χωρίς εσένα. Θέλω να αγαπάς αυτούς τους λίγους –τους ελάχιστους- που αγαπώ. Θέλω να ακούω το δυνατό σου γέλιο. Θέλω να είσαι χαρούμενος και αυτή η χαρά να μου ανήκει. Θέλω να σε θαυμάζω, να με μαθαίνεις καινούργια πράγματα κάθε μέρα. Θέλω να αισθάνομαι σπουδαία μαζί σου. Να αισθάνομαι πως μόνο εμένα θέλεις, μόνο εμένα αγαπάς. Θέλω να είμαι ο αγαπημένος σου άνθρωπος. Θέλω να με υποστηρίζεις σε όσα πιστεύω και να με ξυπνάς όταν βυθίζομαι στις πιο βαθειές μου αγωνίες. Θέλω να κάνουμε λάθη μαζί και να τα διορθώνουμε μαζί. Θέλω μαζί να ξεφεύγουμε από το χαζό πεπρωμένο. Θέλω να ξέρω πως θα διάβαζες τα λόγια αυτά και δε θα τα έβρισκες αστεία.

Monday, 6 February 2012

Ψίθυρος


Μου ψιθύρισες στο αυτί. Αυτές τις λέξεις τις πιστεύω. Αν είναι οι λέξεις κάποτε να είναι αληθινές, είναι τότε. Στην πιό αέρινη μορφή τους. Μέσα σε άχνα.
“Πριν ξεκινήσεις την εισήγηση, να κάνεις κάποιες ασκήσεις ορθοφωνίας. Να είναι ανοιχτά τα φωνήεντα και να χτυπούν καθαρά τα σύμφωνα. Να μην ξεχνάς αυτό: τα σύμφωνα είναι τα κόκκαλα της γλώσσας. Μίλα δυνατά- μα μη φωνάζεις- καθαρά και μ’έναν ρυθμό σωστό. Χάριζε στο λόγο σου αποχρώσεις ώστε να μη βαρεθεί το κοινό σου. Να χρησιμοποιείς λέξεις απλές, εύληπτες αλλά όχι απλοϊκές. Το βλέμμα σου να πείθει και να αποπνέει σιγουριά. Άφηνε όμως κάπου-κάπου κανένα περιθώριο να σε αμφισβητήσουν. Μα προσοχή: να μη σου πάρουν τον αέρα. Το βασικότερο όλων είναι να αποδείξεις την αξία της θέσης σου και την αλήθεια των λόγων σου.”
Μα πόσο μου αρέσει ο ψίθυρος μες στο μικρό το αυτί μου. Με γαργαλά, σταμάτα τον. Μα πόσο σε πιστεύω. Δε μου αρθρώνεις τίποτα κι όμως μου λες τα πάντα.

Sunday, 5 February 2012

Η κούνια.


Στη ζωή υπάρχει κάποια στιγμή που συνειδητοποιείς πόσο μόνος είσαι. Νιώθεις, σα σε μία αποκάλυψη, πως ο κόσμος όλος έχει στραμμένο το βλέμμα του πάνω σου και περιμένει μία λέξη από ’σένα. Ή ακόμα χειρότερα, νιώθεις πως όλος ο κόσμος αδιαφορεί για ’σένα, εσύ όμως έχεις μια λέξη στην άκρη του στόματος σου- την πιό ωραία λέξη του κόσμου- και δεν μπορείς να την πεις γιατί κανείς δε θα σ’ακούσει. Και η λέξη εκκρεμεί, κι εσύ εκκρεμείς, κι ο κόσμος όλος εκκρεμεί. Γιατί, σε αυτή τη γη το μέγιστο κατόρθωμα είναι η ισορροπία.
«Το κορίτσι έκανε κούνια ώρες ολόκληρες. Είχε χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Τα μαλλιά της ανέμιζαν και μύριζαν σαπούνι. Η φούστα της θρόιζε και της θύμιζε το σπίτι τους το καλοκαιρινό σαν μπαίνει το φθινόπωρο. Και η καρδιά της πετάριζε γιατί ήταν ερωτευμένη. Και όλα είχαν γίνει μαγικά, ένα καρουζέλ κινούμενο. Κι αυτή, μέσα στη ζάλη τη γλυκειά άρχισε να φοβάται. Άρχισε να φοβάται την χαρά, τον έρωτα, το σωμά. Ο φόβος ήταν πελώριος, έτοιμος να την καταβροχθίσει. Το κορίτσι τώρα θα έπεφτε στη δίνη του ιλίγγου. Μα η φόρα που της έδινε αυτή η ξύλινη κούνια την έκανε πιό ζωντανή κι άρχισε να ξυπνάει. Και άρχισε να δέχεται το φόβο και τον τρόμο.
- Καλώς ορίσατε φίλοι μου, περάστε, για καθίστε. Τι να κεράσω τους εχθρούς; Καφέ; Γλυκό; Πορτοκάλι; Μόνο νερό μη μου ζητάς. Δεν έχω να σου δώσω. Γιατί με αυτό σας έπνιξα και τώρα πάω να παίξω.» 

Friday, 3 February 2012

Wednesday, 25 January 2012

Ο Γλάρος


Το καλό και το κακό δεν υπάρχουν ως δύο ανυπέρβλητες δυνάμεις που οριοθετούν τη ζωή μας με τρόπο απόλυτο όπως σε μία ταινία για την Άγρια Δύση. Το κακό δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμο όσο ο αδίσταχτος cowboy που θα περάσει την πόρτα του σαλούν κι όλοι θα κρυφτούν κάτω από τα τραπέζια. Ομοίως, ούτε το καλό μπορούμε να το εντοπίσουμε με διαύγεια και καθαρότητα σα να εντοπίζαμε το δίκαιο μα μοναχικό καβαλάρη που κλείνει τους εγληματίες στη φυλακή κι έπειτα χάνεται στον πορτοκαλένιο ορίζοντα.
Όμως, το να αναγνωρίζουμε τη μονομέρεια και τη μιζέρια μιας ζωής που καθοδηγείται από τέτοιες σφιχτές ηθικές κατηγορίες δεν αποτελεί το εισιτήριο μιας άλλης ζωής ισοπεδωμένης όπου τα πάντα είναι ίσης σημασίας και ίσης συνέπειας.
Το καλό και το κακό- με ένα πολύ σύνθετο τρόπο- υφίστανται ως επιλογή. Το καλό και το κακό είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να διαχειριζόμαστε τον χρόνο μας.
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα κορίτσι. Καθόταν δίπλα στη θάλασσα, πάνω στην ψιλή άμμο και έψαχνε ώρα πολύ- σχεδόν ιεροτελεστικά- βότσαλα. Τη συγκέντρωση της διέκοψε απότομα ένα μικρό γλαροπούλι που έπεσε τραυματισμένο λίγα μέτρα πιο πίσω της. Μόλις το είδε, σηκώθηκε και το πλησίασε με λίγο φόβο, λίγο απορία μα πιο πολύ με τρυφερότητα να το βοηθήσει. Ο μικρός γλάρος είχε χτυπηθεί βαριά κι έδειχνε να πονάει. Το βλέμμα του της μιλούσε, την κοίταζε με μεγάλη ένταση, της απευθυνόταν. Η αμηχανία του κοριτσιού ήταν τεράστια, ήθελε να κάνει κάτι μα δεν ήξερε τι. Τα πουλιά δε μιλάνε και δεν μπορούν να ζητήσουν αυτό που θέλουν. Τότε, αυθόρμητα, η κοπέλα άρχισε να το χαϊδεύει απαλά, του χτένιζε με τα δάχτυλα της τα άσπρα του φτερά και προσπαθούσε να το ζεστάνει με την ανάσα της. Όση ώρα το φρόντιζε, τα μάτια της βούρκωναν, αλλά συγκρατούσε τα δάκρυα της για να μην τη δει το γλαροπούλι και φοβηθεί. Μετά από ώρα πολύ- η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί- η καρδιά του γλάρου άρχισε να βρίσκει τον χαμένο της ρυθμό. Ανάσαινε πλέον κανονικά. Το κορίτσι αναθάρρεψε αλλά δε θα σταματούσε τη δουλειά της μέχρι το πουλί να γίνει σίγουρα καλά. Όπως κι έγινε. Ο γλάρος συνήλθε κι άρχισε να φτεροκοπάει άτσαλα γύρω της να την ευχαριστήσει. Την κουτουλούσε απαλά κι έχωνε το ράμφος του με τρόπο διακριτικό μες στα μαλλιά της. Έπειτα από αυτήν την ευχαριστήρια χορογραφία, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε.»

Tuesday, 24 January 2012

Conquistador


I am a conquistador.
I’ve lived among the seven seas, I’ve travelled a lot and I’ve given horrible battles. Some ended well, some other not.
There is a great complexity concerning myself. I have a strong body, strong hands and strong legs. My eyes are fierce and thus I seem fearless. However, my men respect me. They respect my mind of logic, the structure in the chains of my thought. They feel secure around me because I can protect them. I am their Parent.
But during the depth of night, within my chamber, I get off of my bed, I light a candle and I go towards the mirror. I look at me and I remember. My skin is soft, my cheeks are hairless and my hair is long and wavy. I remember that I am not a man.
I am a woman and I am not a conquistador.