Thursday, 26 August 2010



Μισώ τη μιζέρια της ποιητικότητας. Όχι της ποίησης.
Μισώ τα ψυχοδράματα. Όχι τα δράματα.
Μισώ το σχόλιο. Όχι το κείμενο.
Μισώ τους δήθεν ποιητές και τους κλαψιάρηδες.
Μισώ την αναβλητικότητα. Όχι την αναβολή.
Μισώ την ψευτιά. Όχι το ψέμα.
Μισώ το σημειωτόν. Όχι το βάδην.
Μισώ τους ανθρώπους χωρίς σκιά. Μισώ τους ανθρώπους χωρίς μιλιά. Μισώ τους ανθρώπους χωρίς σιωπή.
Μισώ τις πολυτέλειες του χρόνου εκείνες που βοηθούνε στη μιζέρια μας.
Μην κλαις. Βγες έξω και πούλα χαρτομάντηλα. Καλύτερα είναι.

Wednesday, 25 August 2010

Δέντρα



Τώρα δεν έχω όρεξη να γράψω παραμύθια- μα για αλήθεια να μιλώ.

Η αλήθεια είναι πως αγαπώ τα δέντρα αυτά τα σιωπηλά, που λέξεις δε λαλούνε.
Και δε μιλούν γιατί έχουνε τις ρίζες βαθειές στο χώμα. Και έχουν και τον κορμό σκληρό, περήφανο, που κύκλους ζωής μετράει. Και έχουνε και κλαδιά αέρινα που ανθίζουν και μαραίνονται, και ανθίζουν ξανά πάλι.
Και αυτό που αγαπώ στα δέντρα αυτά είναι η σιωπή εκείνη.
Μια σιωπή περήφανη.
Και αυτό που αγαπώ στα δέντρα αυτά είναι η ζωή εκείνη.
Μια ζωντανή ζωή.
Και αυτό που αγαπώ στα δέντρα αυτά είναι η ευθύνη.
Μία αληθινή ευθύνη.
Μα τί μιζέρια δέντρο μου καλό να κλαίω να οδύρομαι να λέω πως φταίνε οι άλλοι. Μα φταίνε βέβαια και αυτοί. Ή μάλλον, φταίξαν. Κάποτε. Στο παρελθόν εκείνο. Στο τώρα αυτό το τώρα σου να πάρεις την ευθύνη. Για τα καλά για τα κακά για αμαρτίες του κόσμου.
Αμυγδαλιά μου ολόλευκη, σταμάτα να θροίζεις. Άφησε πια το ρούχο σου εκείνο το αθώο που ολόασπρο, ακατέργαστο τον κόσμο θε να σώσει. Μα άνθισε, τρεμούλιασε και φίλα το κυπαρίσσι.
Δάφνη και πικροδάφνη μου, είσαι κι εσύ ένα δέντρο. Που πάλεψες και λάλησες και ούρλιαξες ακόμα. Μα δέχτηκες τις ρίζες σου και όρθωσες τα κλαδιά σου.
Ελιά και ελιδάκι μου, κι εσύ είσαι ένα δέντρο. Μπουμπούνισες και ούρλιαξες, γρατζούνισαν τα κλαδιά σου. Μα τώρα στήθηκες ορθή και έτοιμη για να ζήσεις.

Γιατί μιζέρια δεν είναι τα λάθη μας. Μα τα λάθη πάντα των ‘άλλων’.

Sunday, 1 August 2010

Till the sacred end



So here I am.
I let my hair hang down as you ask me.
Here I am.
My feet on the ground. My eyes look straight into your eyes. Your eyes. Try to keep them straight too. Be careful- your feet are trembling. Stop that trembling. Take a deep breath. Look at me. I ‘ll breath with you.
And now, let the challenge begin my love. Try to keep your feet on the ground and your eyes straight into my eyes. I look at you. You look at me. I let my hair hang down as you like it.
Now, let the challenge begin. Move one step at a time towards me. I ‘ll do the same, my darling. My love, my darling. I say these words, these words that sound so serious and so ridiculous at the same time.
Now, let the challenge begin my love, my baby, my darling.
(How can a woman and how can a man be so serious and so ridiculous at the same time?)
Now, let the challenge begin. Let the dance bloom. Lets become choreographers, dancers, acrobats of the Dance. Let us bloom.
Take the first step. But be careful darling, don’t allow the satisfaction of this fist step to make you rest. We have to end what we have started. Don’t have illusions. We have to come to the end. The first step is nothing unless it leads you to the end. The end is sacred my love, my baby, my darling.
(So serious and so ridiculous at the same time.)

Monday, 26 July 2010

Ο πάνθηρας



Τί; Μία ιστορία; Θέλεις να σου πω μία ιστορία;

‘Μιά φορά κι έναν καιρό, σε έναν κόσμο μακρινό, ζούσε μια πριγκήπισσα. Η μοναχοκόρη του Βασιλιά Φυλλοκάρδη. Το πρωί- άξια κόρη του πατέρα της- μάγευε τους αυλικούς με τις ντελικάτες κινήσεις της και την απαλή παρουσία της. Οι υπήκοοι την αγαπούσαν γιατί ήταν καλοσυνάτη και τους άκουγε με ενδιαφέρον πραγματικό και έγνοια αληθινή. Όταν όμως ερχόταν η νύχτα, η όμορφη και γλυκειά πριγκηποπούλα αποσύρονταν στα δωμάτια της. Κλείδωνε την πόρτα και έσβηνε όλα τα κεριά που φώτιζαν την κάμαρη της. Άφηνε μόνο ένα- ίσα-ίσα να διαγράφονται σκιές, σκιές του σώματος της. Κι εκεί, μέσα στο ημίφως γδυνόταν. Έβγαζε με ιεροτελεστία τα πολλά της ρούχα ένα-ένα: χορός των πέπλων. Κι όταν πια ανάλαφρη από το βάρος το πριγκηπικό -των κανόνων και των τύπων- έμενε γυμνή, με το φως ενός μόνο κεριού να την χαϊδεύει, έκλεινε τα μάτια και φανταζόταν. Έσερνε κάτω από το κρεββάτι ένα δοχείο χρυσό. Το τραβούσε με προσοχή και το άνοιγε προσεκτικά. Το άνοιγε και από μέσα του έβγαζε πίσσα. Και με την πίσσα άλοιφε το σώμα της όλο- και έπαιρνε δύναμη. Και η απαλή και ντελικάτη πριγκήπισσα γινόταν άγρια, ζωώδης. Μεταμορφώνονταν. Μεταμορφώνονταν σε πάνθηρα μαύρο, σε αιλουροειδές. Και η φωνή της από εύθραυστη και απαλή γινόταν άγρια, μπάσσα, όλο βρυγχηθμούς. Νιαούριζε, γουργούριζε, βογγούσε. Κι έτσι με αυτό το βίαιο ήχο και αυτήν τη βίαιη παρουσία ένιωθε λύτρωση- ξόρκιζε το σωστό και το πρέπον. Και εξουθενωμένη πια, αφού ένιωθε το φως της αυγής να πλησιάζει, με όσες δυνάμεις της απέμεναν έμπαινε στην μπανιέρα την πριγκηπική και με νερό καυτό και σαπούνι πολύ, πλενόταν και καθαριζόταν με μεγάλη προσοχή, με ενδελέχεια: κανένα στοιχείο της νύχτας δεν έπρεπε να μείνει πάνω στο σώμα αυτό. Στο σώμα που θα έβαζε ξανά τα πέπλα, το χαμόγελο το φωτεινό, τα μάτια τα καλοσυνάτα και ολόλαμπρα και τα μαλλιά τα απαλά. Και μία νέα -και ίδια- μέρα ξεκινούσε και πάλι...
Η πριγκήπισσα, κόρη του Βασιλιά Φυλλοκάρδη, πέθανε νέα. Σε ηλικία δροσερή ακόμα. “Μα ήταν τόσο υγιής...πώς έγινε, πώς πέθανε;”, “Από αϋπνία”.’

Σου χαρίζω άλλη μία ιστορία λοιπόν.

Monday, 19 July 2010

Calypso


Once upon a time in a faraway land there was an island. An island of blue, green, yellow and brown. It smelled of the sea, the pine trees, the sun and the rocks.
And on that island, there was I. And my skin smelled of salt. And thus my skin was kissed.
And one day, I swam for hours and hours and tired as I was I got off to the shore. And I found a small cave to rest. And there, there was a man. All tired and wick. He had lost his senses. And I kissed him on his lips and he came back to life. He opened his eyes, he looked at me and said: “Calypso?”. And I said: “Yes, it is I, Calypso that brought you back to life”. And he said: “I knew I would find you again. I travelled the seven seas looking for you. Where were you Calypso? I travelled through time looking for you. Where were you Calypso? I travelled through places and people looking for you. Where were you Calypso?”. And I said: “I was here. Collecting shells and pebbles.”

Sunday, 4 July 2010

ΜΕΔΟΥΣΑ



“Γιατί άραγε” αναρωτήθηκα. “Πώς πήγαν έτσι όλα;” Και έκλαιγα και ούρλιαζα τραβούσα τα μαλλιά μου. Κι όπως τραβούσα τα μαλλιά, καινούργιες μπούκλες βγαίναν. Βόστρυχοι μαύροι και στιλπνοί, έτοιμοι να με πνίξουν. Μα εγώ τους πάλευα σκληρά- σίγουρα θα νικούσα. Μα η κόμη μου μεγάλωνε, φύτρωνε, με απειλούσε. Κι εγώ πιά είχα κουραστεί. Λευκή σημαία βγάζω. Παράδοση, παραίτηση, καιρός για ύπνο ώρα. Κι όπως κοιμόμουνα βαθειά ξάφνου άρχισε να βρέχει.Νερό πολύ, νεροποντή, νερό για αμαρτίες. Και σώματα ολοδίψαστα άρχισαν να προβάλουν- κι εγώ μέσα στον ύπνο μου άρχισα να φοβάμαι. Αν δεν ξυπνούσα πια ποτέ, τί θα γινόταν τότε; Τα άλλα σώματα διψούν, βρίσκουν νερό και πίνουν. Μα μες το όνειρο νερό σημαίνει μόνο αέρας. Ξύπνα λοιπόν, ξεδίψασε και πιες νερό του κόσμου.

Tuesday, 29 June 2010

ΑΗΔΟΝΙ κι ΑΕΤΟΣ



Γεννήθηκα σε φωλιά αηδονιού- από ένα αυγό ξεμύτησα. Το αηδόνι είναι η μάνα μου, και ο αητός ο άντρας της. Κι εγώ παλεύω για να δω, να ανακαλύψω τί είμαι. Έχω την χάρη ενός πουλιού, την κίνηση του αέρα- μα σα νυχτώσει η βραδιά, γίνομαι άγρια, βαριά- όλο θυμό και μένος.
Μέρες περνούν και φεύγουνε κι εγώ ακόμα ψάχνω. Ψάχνω να δω πώς θα με βρω, πώς θα μ’ αναγνωρίσω.
Και να που ήρθε μια στιγμή- στιγμή ακινησίας. Κενή. Αθόρυβη. Ήσυχη. Μα που μιλούσε κιόλας. Και είπε, μου είπε, μίλησε: “Σταμάτα πιά το ψάξιμο, και ηρέμησε τα πάθη”. Κι εγώ την άκουσα τη στιγμή και άρχισα να ανασαίνω.
Κι όπως ανάσαινα και ένιωθα απόλαυση και δέος, ένιωσα άλλο ένα φύσημα- διπλή η αναπνοή μου. Και δίπλα μου πλησίαζε μια δεύτερη ανάσα. Μια ανάσα με άρωμα βασιλικού και γεύση από αλμύρα. Και έκλεισα τα μάτια μου- σταμάτησα την πάλη. Ο φόβος με κατέλαβε, μα δε θα με νικούσε. Εγώ θα είμαι ο αρχηγός- ο κύριος του εαυτού μου.
Και ο φόβος καταλάγιασε, έγινε γλυκειά αγωνία.
Κι εγώ άνοιξα το στόμα μου και άρχισα να μιλάω- να αρθρώνω, να εκφράζομαι, να έχω φωνή δική μου.
Γιατί πριν ήμουνα μουγγή, μα τώρα ξανά μιλάω.