Sunday 4 July 2010

ΜΕΔΟΥΣΑ



“Γιατί άραγε” αναρωτήθηκα. “Πώς πήγαν έτσι όλα;” Και έκλαιγα και ούρλιαζα τραβούσα τα μαλλιά μου. Κι όπως τραβούσα τα μαλλιά, καινούργιες μπούκλες βγαίναν. Βόστρυχοι μαύροι και στιλπνοί, έτοιμοι να με πνίξουν. Μα εγώ τους πάλευα σκληρά- σίγουρα θα νικούσα. Μα η κόμη μου μεγάλωνε, φύτρωνε, με απειλούσε. Κι εγώ πιά είχα κουραστεί. Λευκή σημαία βγάζω. Παράδοση, παραίτηση, καιρός για ύπνο ώρα. Κι όπως κοιμόμουνα βαθειά ξάφνου άρχισε να βρέχει.Νερό πολύ, νεροποντή, νερό για αμαρτίες. Και σώματα ολοδίψαστα άρχισαν να προβάλουν- κι εγώ μέσα στον ύπνο μου άρχισα να φοβάμαι. Αν δεν ξυπνούσα πια ποτέ, τί θα γινόταν τότε; Τα άλλα σώματα διψούν, βρίσκουν νερό και πίνουν. Μα μες το όνειρο νερό σημαίνει μόνο αέρας. Ξύπνα λοιπόν, ξεδίψασε και πιες νερό του κόσμου.

No comments:

Post a Comment