Κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Και από πάνω ένα ταβάνι και από κάτω ένα πάτωμα. Και καμμία πόρτα και κανένα κλειδί και κανένα τούνελ. Και το πάτωμα παλιό και σκοροφαγωμένο. Και το ταβάνι σχεδόν σάπιο.
Κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Και από πάνω ένα ταβάνι και απο κάτω ένα πάτωμα. Και μέσα από το σκοροφαγωμένο πάτωμα με τις ρωγμές μπαίνει ένα παράξενο φως. Και ξάφνου το πάτωμα γυρίζει κάθετο γίνεται τοίχος που από τις γρίλιες του μπαίνει ο ήλιος. Και το υγρό και σάπιο ταβάνι- γυρισμένο κάθετο και αυτό- λυώνει διαλύεται μαδάει. Και ανοίγει.
Κλεισμένος μέσα σε τρεις τοίχους πια. Και από πάνω ένα γερό ταβάνι και από κάτω ένα γερό πάτωμα. Και μπροστά στα μάτια μου το φως και ο ορίζοντας. Και μπρος στο άνοιγμα μια μπαλαρίνα με λευκά χορεύει πάνω σε χαλάσματα. Και κάτω από τα πόδια της έχει χώμα ξερό και άβολο. Μα εκείνη χορεύει ανενόχλητη χωρίς παράπονο ή λύπη. Και το χώμα υποκλίνεται στην χάρη της και υγραίνει και ανθίζει.
Και μέσα σε εκείνον τον χορό, ο χώρος όλος αλλάζει. Και ο πρώην κύβος του σπιτιού, λειψός, αρχίζει να αιωρείται. Και από το χώμα ξεκολλά και από κάτω εμφανίζεται ένα μικρό παιδάκι. Ο κύβος το μπαλόνι του, Ο κύβος στρογγυλεύει κι γίνεται πια κόκκινος και φουσκωτός, κρατσανιστός στο αγέρι.
Μέσα σε τέσσερις τοίχους κλεισμένος. Μ’ αυτό σημαίνει ανοιχτός. Δυο ανοίγματα περισσεύουν.
No comments:
Post a Comment