Wednesday, 23 February 2011

Γράφω


Αϋπνία. Κάθισε στο γραφείο, άνοιξε το τετράδιο και πήρε το μολύβι της. Η μύτη του είχε στρογγυλέψει. Πήρε την ξύστρα της και το έξησε. Δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει. Έγραψε μία λέξη, την έσβησε. Τί να γράψει; Είχε ανάγκη να γράψει. Όχι για να πει κάτι. Έψαχνε μια αφορμή απλώς για να γράψει. Για την πράξη του να γράψει. Απολάμβανε τη διαδικασία. Να βλέπει να σχηματίζονται πάνω στο χαρτί αυτά τα γράμματα, αυτά τα παράξενα σχήματα που το ένα δίπλα στο άλλο έφτιαχναν μια ιστορία. Αυτά τα παράξενα σχήματα που αλλιώς τα είχε μέσα στο μυαλό της, αλλιώς εμφανίζονταν στο χαρτί. Όταν έγραφε δεν παρακολουθούσε τη ροή της σκέψης της. Παρακολουθούσε τη ροή των γραμματών όπως σχηματίζονταν, τη μορφή τους. Κάθε γράμμα ήταν ένα σχήμα που θα μπορούσε να αποδοθεί σε πολλές παραλλαγές. Κάθε μία από αυτές, κάθε μικρούλι ίχνος, έπαιρνε σάρκα και οστά με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Σχεδόν τυχαίο. Όσο και να προετοίμαζε την εικόνα νοερά, εκείνο το μικρό ίχνος είχε δική του άποψη και ερχόταν στον έξω κόσμο με το δικό του ιδιαίτερο σώμα χωρίς να τη ρωτήσει. Για εκείνη, η πράξη της γραφής ήταν μία πράξη γέννας. Φαντάζεται κάποιος πώς μπορεί να είναι το παιδί του, αλλά αυτό αποφασίζει να έρθει στον έξω κόσμο με τη δική του σχεδόν απρόβλεπτη μορφή. Η πράξη της γραφής της υπενθύμιζε πως δεν μπορεί να έχει πάντα τον έλεγχο. Κι έτσι αφηνόταν σε αυτήν τη γέννηση μορφών σα ν’ αφηνόταν να χαϊδεύεται από τη θάλασσα, μία θάλασσα με νερά ήσυχα και απαλούς κυματισμούς που δίνουν φιλιά στο σώμα. Συχνά όταν έγραφε- ή μάλλον πάντα- δεν είχε πρόγραμμα στο νου. Ξεκινούσε τυχαία από μια λέξη, μια εικόνα, μια μουσική. Μια αφορμή. Μια αφορμή να αφεθεί στον παφλασμό των λέξεων και των γραμμάτων. Γι’ αυτό συχνά- ή μάλλον πάντα- όταν ξαναδιαβάζε αυτά που είχε γράψει, ένιωθε έκπληξη και απορία και θαυμασμό. “Μα πότε το έγραψα αυτό; Εγώ το σκέφτηκα; Δεν το θυμάμαι..”. ΄Η ακόμα, “εγώ είμαι αυτή; Αλήθεια;”.

No comments:

Post a Comment