Άνοιξε τη βαλίτσα. Κόιταξε μέσα. Την ξανάκλεισε. Αναστέναξε και μύρισε την ανάσα της. Γεύση σοκολάτας, γλυκειά.
Θυμήθηκε πως όταν ήταν μικρό κοριτσάκι, πριν ακόμα πάει σχολείο, έκοβε τη σοκολάτα γάλακτος που της αγόραζε η μαμά της σε μικρά κομμάτια, κι έπειτα, τα έβαζε ένα-ένα μέσα στις μικρές της χούφτες. Μετά τις έκλεινε σα μια φωλιά και ζέσταινε τα μικρά σοκολατένια κομμάτια μέχρι αυτά να αρχίσουν να λιώνουν. Σαν ένιωθε την υγρασία μέσα στις παλάμες ήξερε πως η ώρα είχε φτάσει. Έκλεινε τα μάτια, άνοιγε τις χούφτες σιγά-σιγά και τις πλησίαζε στη μύτη. Μύριζε. Μυρωδιά πηχτή, γλυκειά, γαλακτερή. Πλησίαζε μετά τα χέρια της στο στόμα. Ακουμπούσε τα χείλη πάνω στη μισολιωμένη σοκολάτα-σα να της έδινε μικρά φιλιά και απαλά- κι ύστερα τα έγλειφε νιώθωντας την καρδιά της να φτερουγίζει από τη γεύση τη γλυκειά. Μετά ρουφούσε τα υπόλοιπα κομμάτια ένα-ένα, μέσα στο στόμα και τα γευόταν με σεβασμό, αγάπη, τρυφερότητα. Μετά την ιεροτελεστία, τα χέρια ήταν καθαρά ολόασπρα χωρίς κανένα ίχνος. Και το κορίτσι επανέρχονταν στον κόσμο τον πραγματικό, τον χρόνο και τον χώρο.
Άνοιξε τη βάλιτσα. Κοίταξε μέσα: άδεια και στη μέση μια σοκολάτα μόνο. Μόνο; Την ξανάκλεισε και χαμογέλασε.
No comments:
Post a Comment