Monday, 14 November 2011

Loose


I’m just a princess. I still believe in fairytales. 
I’m just a princess. I wear a helmet, I hold a gun, but still, I’m just a girl.
I’m just a princess. I smoke, I drink wine, I laugh and cry. I’m a princess after all.
I wear jeans, a leather jacket and high-heeled boots. I talk loud but if you come closer, my voice is soft and smooth. I feel fierce, I feel strong, I am adventurous. All lies. I lie. 
Come closer, lie next to me. That’s all I need and then gravity will do its work. Then I’ll surrender to gravity. My body will surrender to the attraction to earth, to the attraction to you. I am attracted to you. Do not distract me, do not distract yourself from your attraction to me. Let it be. Let gravity, attraction, allure be. Let them be. Let you be. Let me be.
I’m just a girl. Just let us be. Please.

Monday, 24 October 2011

The fight


I need normality in the sizes of emotions. I’m afraid of the enthusiastic on-foot decisions. I must declare and I must remember that I need consistency. I must remember that I must give a fight- this is a time that my life demands my being a fighter.
Instructions to fight:
Have your eyes on the enemy, but not too persistently- freely instead.
Have a plan but allow yourself the possibility of improvisation.
In order to be strong, remember that you are- above all- weak.
Identifying your weakness does not make you weak, makes you realistic.
Reality is the key to balance. Knowing what or whom you are about to face, acknowledging the pragmatic dimensions of things allows you first to feel and afterwards overcome any emotion.
You should not avoid feeling, as you should not allow emotions last longer than they should- or else once again you’ll lose your sense of reality. Extended emotionality is no good. Lack of emotion hurts you badly.
You will succumb, you will lose, and you will face your problematic self.
But the goal is to win. The end of the fight will be victory.
P.S. Instructions may be to be disobeyed, but above all they are to be obeyed.

Sunday, 23 October 2011

The big bad wolf


Once upon a time, in a far away land, people used to believe in fairy tales. But then a big bad wolf came and ate them all up, devoured them without mercy. And the big bad wolf was punished and put  into a dark room near the centre of the earth. It was hot, it was wet, it was unbearable.
During these times, while the big bad wolf was boiling inside the earth, it started raining. And the rain kept on going for days, months and years. And so the earth dissolved into dust, crumbled into pieces and dispersed throughout the universe. And the big bad wolf- who had been hanging on patiently until salvation- emerged again out in the air. And he stood up, laughed and declared: “There is no time for games now, it’s time for our story to begin”.

Tuesday, 4 October 2011

Tuesday, 20 September 2011

Αχιβάδα


Έχω μια μικρή αχιβάδα. Την αγαπώ.
Στο μέσα της το φιλντισένιο, κρύβω τα μυστικά μου.
Είναι αχιβάδα μαγική, δώρο του Ποσειδώνα.
Σε προσκαλώ λοιπόν, ταξιδευτή- ίσως να στο ζητάω- να ‘ρθεις να δεις στο μέσα της, στο μέσα μου. Σε προσκαλώ λοιπόν. Έλα.
Μα πρόσεξε. Μάλλον θα με τρομάξεις.
Δεν έχω μάθει-πρόσεξε- να δείχνω τα μυστικά μου.

Monday, 4 July 2011

ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Βράδυ καλοκαιριού, στο μπαλκόνι μου. Σουρουπώνει.

Η γειτονιά ζει. Ο μπακάλης γελάει, το μωρό του κλαίει, ο μανάβης περηφανεύεται για τον κήπο που έφτιαξε μόνος του στο καλοκαιρινό εξοχικό του, τα παιδιά ζητάνε παγωτό και κάποια σκυλιά γαβγίζουν. Η γάτα μου κοιτάει μια κάτω τους ανθρώπους, μια πάνω τα πουλιά. Κι εγώ κοιτάω απέναντι. Το απέναντι μπαλκόνι. Το απέναντι παράθυρο.

Απέναντι μου ένα υπνοδωμάτιο, το χρώμα του βερυκοκί. Μέσα σε αυτό το υπνοδωμάτιο μία γυναίκα. Μία γιαγιά. Μία ηλικιωμένη κυρία. Ξαπλωμένη. Μέσα σε αυτό το υπνοδωμάτιο εμφανίζεται ένας άντρας. Ένας ηλικιωμένος κύριος. Ένας παππούς- ο άντρας της. Τη σηκώνει από το κρεβάτι και την αφήνει όρθια να στέκεται. Έπειτα βγάζει τα λευκά σεντόνια από το κρεβάτι, τα διπλώνει, φέρνει άλλα καθαρά και τα στρώνει. Η γυναίκα τον παρακολουθεί όρθια, αμήχανη, σιωπηλή. Τα μαλλιά της κοντά, άσπρα, αχνά. Το νυχτικό της βερυκοκί. Τα χέρια της πλεγμένα μεταξύ τους και αφημένα στο βάρος τους. Σε στάση αναμονής. Σαν παιδί σε χορωδία. Την πιάνει φαγούρα στη μύτη, την ξύνει αλλά μετά τα χέρια μένουν αμήχανα, εκκρεμούν. Αρχίζει να τα τρίβει μεταξύ τους απαλά και νωχελικά- μόνο τόση η δύναμη της. Και μετά πάλι πλεγμένα και αφημένα στο βάρος τους. Το βλέμμα της στον άντρα της που αλλάζει τα σεντόνια. Τί να νιώσει; Τον κοιτά και μετά κοιτά απέναντι - για μία διαφυγή- κοιτά προς εμένα. Ο άντρας γρήγορα τραβάει την κουρτίνα.

Η κουρτίνα ανοίγει. Ένα υπνοδωμάτιο, το χρώμα του βερυκοκί, το φως σβηστό. Μέσα σε αυτό το υπνοδωμάτιο μία γυναίκα. Μία γιαγιά. Μία ηλικιωμένη κυρία. Ξαπλωμένη.

Απέναντι μου ένα υπνοδωμάτιο. Απέναντι μου ο χρόνος που κυλάει. Απέναντι μου η ντροπή για το αναπόφευκτο. Απέναντι μου η αγάπη. Απέναντι μου μία γυναίκα. Απέναντι μου ένας άντρας.

Sunday, 26 June 2011

ΔΙΑΛΟΓΟΣ



«Μα για κοίτα το μικρό του το αυτί, σαν ένα μικρό κοχύλι», σκέφτηκε.

«Μα για κοίτα το μικρό της το αυτί, σαν ένα μικρό κοχύλι», σκέφτηκε.


«Μα για κοίτα τα δυο του τα φρύδια, σα δυο φτερούγες αετού», σκέφτηκε.

«Μα για κοίτα τα δυο της φρύδια, σα δυο φτερούγες αετού», σκέφτηκε.


«Μα για κοίτα το μέτωπο του, σαν εύφορη γη», σκέφτηκε.

«Μα για κοίτα το μέτωπο της, σαν εύφορη γη», σκέφτηκε.


«Μα για κοίτα τη μύτη του, ένα μικρό λοφάκι», σκέφτηκε.

«Μα για κοίτα τη μύτη της, ένα μικρό λοφάκι», σκέφτηκε.


«Μα για κοίτα τα χείλια του, απαλά και μεταξένια- ανασαίνει», σκέφτηκε.

«Μα για κοίτα τα χείλη της, απαλά και μεταξένια- ανασαίνει», σκέφτηκε.


«Μα για κοίτα τα μάτια του, ανοίγουν», σκέφτηκε.

«Μα για κοίτα τα μάτια της, ανοίγουν», σκέφτηκε.


- Σε κοιτούσα.

- Κι εγώ.

- Ποτέ δε θα μάθεις τί σκεφτόμουν.

- Το ξέρω. Ούτε κι εσύ.

- Είναι άγρια αυτή η απόσταση.

- Μπορεί και όχι.