Sunday 5 February 2012

Η κούνια.


Στη ζωή υπάρχει κάποια στιγμή που συνειδητοποιείς πόσο μόνος είσαι. Νιώθεις, σα σε μία αποκάλυψη, πως ο κόσμος όλος έχει στραμμένο το βλέμμα του πάνω σου και περιμένει μία λέξη από ’σένα. Ή ακόμα χειρότερα, νιώθεις πως όλος ο κόσμος αδιαφορεί για ’σένα, εσύ όμως έχεις μια λέξη στην άκρη του στόματος σου- την πιό ωραία λέξη του κόσμου- και δεν μπορείς να την πεις γιατί κανείς δε θα σ’ακούσει. Και η λέξη εκκρεμεί, κι εσύ εκκρεμείς, κι ο κόσμος όλος εκκρεμεί. Γιατί, σε αυτή τη γη το μέγιστο κατόρθωμα είναι η ισορροπία.
«Το κορίτσι έκανε κούνια ώρες ολόκληρες. Είχε χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Τα μαλλιά της ανέμιζαν και μύριζαν σαπούνι. Η φούστα της θρόιζε και της θύμιζε το σπίτι τους το καλοκαιρινό σαν μπαίνει το φθινόπωρο. Και η καρδιά της πετάριζε γιατί ήταν ερωτευμένη. Και όλα είχαν γίνει μαγικά, ένα καρουζέλ κινούμενο. Κι αυτή, μέσα στη ζάλη τη γλυκειά άρχισε να φοβάται. Άρχισε να φοβάται την χαρά, τον έρωτα, το σωμά. Ο φόβος ήταν πελώριος, έτοιμος να την καταβροχθίσει. Το κορίτσι τώρα θα έπεφτε στη δίνη του ιλίγγου. Μα η φόρα που της έδινε αυτή η ξύλινη κούνια την έκανε πιό ζωντανή κι άρχισε να ξυπνάει. Και άρχισε να δέχεται το φόβο και τον τρόμο.
- Καλώς ορίσατε φίλοι μου, περάστε, για καθίστε. Τι να κεράσω τους εχθρούς; Καφέ; Γλυκό; Πορτοκάλι; Μόνο νερό μη μου ζητάς. Δεν έχω να σου δώσω. Γιατί με αυτό σας έπνιξα και τώρα πάω να παίξω.» 

2 comments:

  1. Τί να κεράσει κανείς τους εχθρούς του; Ειδικά αφότου βρεθεί να τους δεξιώνεται.

    Μου άρεσε ιδιαιτέρως.

    ReplyDelete