Wednesday 22 February 2012

Η ψάθα


Ήταν καλοκαίρι. Καθόταν ακουμπισμένη όρθια στον τοίχο φορώντας στο κεφάλι της ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο. Αυτό το καπέλο της κάλυπτε τα μάτια. Εκείνη μπορούσε κάτι να δει μέσα από τις πλέξεις του καπέλου της αλλά οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να δουν το βλέμμα της. Παρακολουθούσε την κίνηση στους δρόμους. Παρατηρούσε τις συμπεριφορές των ανθρώπων και εστίαζε πάντα στα χέρια τους. Ειδικότερα όσους της τραβούσαν την προσοχή τους κοιτούσε πάντα στα χέρια. Μετά από ώρα πολλή, κι αφού ο ήλιος την είχε ρίξει σε μία νωθρή αδυναμία, άρχισε να ψελλίζει κάτι ακατάληπτες, σχεδόν άναρθρες λέξεις. Η μυρωδιά από την ψάθα και τον ήλιο, η ζέστη που ολοένα και μεγάλωνε την έριχναν σε μία εκστατική δίνη που έμοιαζε να μην έχει γυρισμό. Το άσπρο της φόρεμα τώρα την τύφλωνε, οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε φιγούρες κι επιταχυνόμενες σκιές που την προσπερνούσαν χωρίς καν να την προσέχουν. Η έκσταση της μεγάλωνε και το μουρμουρητό της δυνάμωνε, γινόταν κάτι σαν υπόκωφη βοή. Ξαφνικά, ο κόσμος που πριν την προσπερνούσε τώρα άρχιζε να σταματάει μπροστά της και να την κοιτάζει με απορία και ίσως λίγο φόβο. Το λευκό φόρεμα τώρα μούλιαζε στον ιδρώτα της. Η ανάσα της τώρα ήταν κοφτή. Βρισκόταν σε πανικό. Το ψάθινο καπέλο την έκανε να ασφυκτιά σε σημείο που άρχισε να κλαίει. Λυγμοί μπερδεύονταν με το μουρμουρητό. Ξεσκέπασε τα μάτια από την ψάθα και αποκαλύφθηκε ένα βλέμμα σταθερό που αναζητούσε κάτι με ελπίδα. Ένα βλέμμα σχεδόν παιδικό. Αντίκρυσε τον κόσμο που είχε μαζευτεί ολόγυρα της και βάλθηκε να ψάχνει κάτι πολύ συγκεκριμένο- για την ακρίβεια κάποιον πολύ συγκεκριμένο. Τον αναζήτησε μέσα στο πλήθος για λίγη ώρα –που για εκείνη έμοιαζε για αιωνιότητα- μέχρι που τον εντόπισε. Τον κοίταξε, τον είδε και του είπε ολόψυχα: “Βοήθεια”.

No comments:

Post a Comment