Tuesday, 17 May 2011

Ξυπόλυτη


Περπατούσε μέσα στο σπίτι ξυπόλυτη και γυμνή για ώρες. Τα παράθυρα ανοιχτά, οι κουρτίνες επίσης. Έπινε καφέ κρύο, μαύρο και πικρό. Κάπνιζε. Μιλούσε στον εαυτό της, μουρμούριζε και ύστερα σιωπούσε. Η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί, επέπλεε πια μέσα στο κενό. Άρχισε να κρυώνει. Πλησίασε την ντουλάπα κι έβγαλε από μέσα ένα αχνοκίτρινο φόρεμα μεταξωτό. Το φόρεσε, κι αυτό κύλησε απαλά επάνω της χαϊδεύοντας την. Παρηγοριά. Χαμογέλασε χλευάζοντας τον εαυτό της που ζούσε παραμύθια. Που όταν άκουγε λέξεις δεν τις πίστευε ποτέ κι έτσι έψαχνε άλλα σημάδια για την αλήθεια. Ίχνη κι αισθήσεις που την οδηγούσαν σε ένα νόημα, σε κάποιο νόημα. Διαδρομές επικίνδυνες και μοναχικές μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν πίστεψε ποτέ στα λόγια. Πίστευε στα χέρια, τα δάχτυλα, το βλέμμα, τα σώματα. Στις λέξεις ποτέ.
Να, αυτό το αχνοκίτρινο φόρεμα πάνω της που μύριζε σαπούνι και παρελθόν. Αυτό φορούσε μια βραδιά η μάνα της και την κρατούσε αγκαλιά επειδή εκείνη-κορίτσι μικρό- έκλαιγε. Έκλαιγε γιατί φοβόταν πως θα πέθαινε, πως θα ‘χανε το φως της, θα τυφλώνονταν. Μα η ζεστή γυναίκα με τα κίτρινα, την είχε αγκαλιά και την παρηγορούσε. Της τραγουδούσε κι αυτή άκουγε με το αυτί ακουμπισμένο στο στήθος της τη δόνηση από τον ήχο. Κι ένιωθε ασφάλεια, ζεστασιά και αγάπη. Και έτσι μέσα στα ζεστά, σκέφτηκε: “Μπορεί να μην πεθάνω. Μπορεί το φως να μην χαθεί. Έχω πολλά να κάνω”.

Saturday, 9 April 2011

Ένα ψηλό αγόρι


Τον μάλωσε πολύ, του φώναξε. Το αγόρι τον κοιτούσε να μαίνεται, να ουρλιάζει, να ξεσπάει. Σήκωνε το βλέμμα του ψηλά για να φτάσει τον ψηλό άντρα που καλούσε «πατέρα». Οι φωνές είχαν πια χαθεί και το αγόρι είχε μπροστά του ένα στόμα τεράστιο, μια μαύρη κοιλότητα να ανοιγοκλείνει, να χάσκει, ν’αποκαλύπτει στο βάθος της δύο παλλόμενα ασκιά που τραντάζονταν και δονούνταν απ’τις ηχητικές εκρήξεις. «Εγώ όταν θα μεγαλώσω τόσο, όταν θα γίνω τόσο ψηλός, θα είμαι τόσο περήφανος για το ύψος μου που δε θα χρειάζεται να φωνάζω», σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ο πατέρας αντιλήφθηκε το χαμόγελο και για να τιμωρήσει το θράσος του μικρού αγοριού, του άστραψε ένα γερό χαστούκι. Το παιδί, έκπληκτο, ένιωσε κάψιμο στο μάγουλο και τσούξιμο στην καρδιά. Δάκρυα άρχισαν να ανεβαίνουν στα μάτια του, αλλά τα συγκράτησε. «Κάποτε θα γίνεις κι εσύ ψηλός και δε θα χρειάζεται ούτε να φωνάζεις, ούτε να χτυπάς. Θα είσαι απλά ψηλός», είπε μέσα του και μετά, πήγε κι έκατσε στο καρεκλάκι της τιμωρίας. Καθόταν ώρες πολλές και φανταζόταν. Αεροπλάνα, αερόστατα, μεγάλα πλοία, ταξίδια και περιπλανήσεις. Ξάφνου ένιωσε ένα διακριτικό φτερούγισμα κοντά στο πρόσωπο του. Τη μία μπλέκονταν στις βλεφαρίδες του, την άλλη στα ρουθούνια του ή στο μέτωπο του. Ήταν μία μικρή πεταλουδίτσα, πολύ μικρή, που τελικά κάθησε πάνω στο αδύνατο του μπράτσο. Το αγόρι ένιωσε αγάπη και τρυφερότητα για αυτό το μικρό πλάσμα κι άρχισε να το χαϊδεύει με το δάχτυλο του. Και ψιθύρισε: «Μη φοβάσαι μικρή πεταλουδίτσα. Μπορεί να είμαι πιο μεγάλος αλλά ούτε θα σου φωνάξω, ούτε θα σε χτυπήσω. Ξεκουράσου κι εγώ σ’ αγαπώ».

Tuesday, 1 March 2011

Σοκολάτα γάλακτος


Άνοιξε τη βαλίτσα. Κόιταξε μέσα. Την ξανάκλεισε. Αναστέναξε και μύρισε την ανάσα της. Γεύση σοκολάτας, γλυκειά.
Θυμήθηκε πως όταν ήταν μικρό κοριτσάκι, πριν ακόμα πάει σχολείο, έκοβε τη σοκολάτα γάλακτος που της αγόραζε η μαμά της σε μικρά κομμάτια, κι έπειτα, τα έβαζε ένα-ένα μέσα στις μικρές της χούφτες. Μετά τις έκλεινε σα μια φωλιά και ζέσταινε τα μικρά σοκολατένια κομμάτια μέχρι αυτά να αρχίσουν να λιώνουν. Σαν ένιωθε την υγρασία μέσα στις παλάμες ήξερε πως η ώρα είχε φτάσει. Έκλεινε τα μάτια, άνοιγε τις χούφτες σιγά-σιγά και τις πλησίαζε στη μύτη. Μύριζε. Μυρωδιά πηχτή, γλυκειά, γαλακτερή. Πλησίαζε μετά τα χέρια της στο στόμα. Ακουμπούσε τα χείλη πάνω στη μισολιωμένη σοκολάτα-σα να της έδινε μικρά φιλιά και απαλά- κι ύστερα τα έγλειφε νιώθωντας την καρδιά της να φτερουγίζει από τη γεύση τη γλυκειά. Μετά ρουφούσε τα υπόλοιπα κομμάτια ένα-ένα, μέσα στο στόμα και τα γευόταν με σεβασμό, αγάπη, τρυφερότητα. Μετά την ιεροτελεστία, τα χέρια ήταν καθαρά ολόασπρα χωρίς κανένα ίχνος. Και το κορίτσι επανέρχονταν στον κόσμο τον πραγματικό, τον χρόνο και τον χώρο.
Άνοιξε τη βάλιτσα. Κοίταξε μέσα: άδεια και στη μέση μια σοκολάτα μόνο. Μόνο; Την ξανάκλεισε και χαμογέλασε.

Wednesday, 23 February 2011

Γράφω


Αϋπνία. Κάθισε στο γραφείο, άνοιξε το τετράδιο και πήρε το μολύβι της. Η μύτη του είχε στρογγυλέψει. Πήρε την ξύστρα της και το έξησε. Δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει. Έγραψε μία λέξη, την έσβησε. Τί να γράψει; Είχε ανάγκη να γράψει. Όχι για να πει κάτι. Έψαχνε μια αφορμή απλώς για να γράψει. Για την πράξη του να γράψει. Απολάμβανε τη διαδικασία. Να βλέπει να σχηματίζονται πάνω στο χαρτί αυτά τα γράμματα, αυτά τα παράξενα σχήματα που το ένα δίπλα στο άλλο έφτιαχναν μια ιστορία. Αυτά τα παράξενα σχήματα που αλλιώς τα είχε μέσα στο μυαλό της, αλλιώς εμφανίζονταν στο χαρτί. Όταν έγραφε δεν παρακολουθούσε τη ροή της σκέψης της. Παρακολουθούσε τη ροή των γραμματών όπως σχηματίζονταν, τη μορφή τους. Κάθε γράμμα ήταν ένα σχήμα που θα μπορούσε να αποδοθεί σε πολλές παραλλαγές. Κάθε μία από αυτές, κάθε μικρούλι ίχνος, έπαιρνε σάρκα και οστά με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Σχεδόν τυχαίο. Όσο και να προετοίμαζε την εικόνα νοερά, εκείνο το μικρό ίχνος είχε δική του άποψη και ερχόταν στον έξω κόσμο με το δικό του ιδιαίτερο σώμα χωρίς να τη ρωτήσει. Για εκείνη, η πράξη της γραφής ήταν μία πράξη γέννας. Φαντάζεται κάποιος πώς μπορεί να είναι το παιδί του, αλλά αυτό αποφασίζει να έρθει στον έξω κόσμο με τη δική του σχεδόν απρόβλεπτη μορφή. Η πράξη της γραφής της υπενθύμιζε πως δεν μπορεί να έχει πάντα τον έλεγχο. Κι έτσι αφηνόταν σε αυτήν τη γέννηση μορφών σα ν’ αφηνόταν να χαϊδεύεται από τη θάλασσα, μία θάλασσα με νερά ήσυχα και απαλούς κυματισμούς που δίνουν φιλιά στο σώμα. Συχνά όταν έγραφε- ή μάλλον πάντα- δεν είχε πρόγραμμα στο νου. Ξεκινούσε τυχαία από μια λέξη, μια εικόνα, μια μουσική. Μια αφορμή. Μια αφορμή να αφεθεί στον παφλασμό των λέξεων και των γραμμάτων. Γι’ αυτό συχνά- ή μάλλον πάντα- όταν ξαναδιαβάζε αυτά που είχε γράψει, ένιωθε έκπληξη και απορία και θαυμασμό. “Μα πότε το έγραψα αυτό; Εγώ το σκέφτηκα; Δεν το θυμάμαι..”. ΄Η ακόμα, “εγώ είμαι αυτή; Αλήθεια;”.

Wednesday, 16 February 2011

Out in the streets



“It’s cold tonight” she said and rubbed her hands. “It’s cold and I need fire”, she thought.
She went on moving around the city, crossing roads, watching other people move, hurry, stumble, laugh and cry.
“It’s cold tonight”, she thought while passing by a poor man that was sleeping on the street. “He must be warm under all these coverings” she thought but took that thought back as she felt guilty.
“I’ m cold. I’m cold. I’m cold. What am I? I’m cold. What am I? I’m cold”, she thought.
Another homeless man on the street. Under warm coverings.
“I wish I could lie there beside him. I’m cold” she said and went on walking.
“I’m cold and I need fire. But I cannot ask for fire. I’m incapable of asking fire”, she said. And she took a box of matches out of her pocket. And her hands were trembling from cold. And she stroke one match. And then a second one. And then a third…. until she had lit them all up.
The homeless man woke up from the smell of the burning fire. And he said, “Excuse me lady… Can I sit by you? You are so warm here. You are so warm…”


Thursday, 3 February 2011

Kόκκινο μπαλόνι


Κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Και από πάνω ένα ταβάνι και από κάτω ένα πάτωμα. Και καμμία πόρτα και κανένα κλειδί και κανένα τούνελ. Και το πάτωμα παλιό και σκοροφαγωμένο. Και το ταβάνι σχεδόν σάπιο.

Κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Και από πάνω ένα ταβάνι και απο κάτω ένα πάτωμα. Και μέσα από το σκοροφαγωμένο πάτωμα με τις ρωγμές μπαίνει ένα παράξενο φως. Και ξάφνου το πάτωμα γυρίζει κάθετο γίνεται τοίχος που από τις γρίλιες του μπαίνει ο ήλιος. Και το υγρό και σάπιο ταβάνι- γυρισμένο κάθετο και αυτό- λυώνει διαλύεται μαδάει. Και ανοίγει.

Κλεισμένος μέσα σε τρεις τοίχους πια. Και από πάνω ένα γερό ταβάνι και από κάτω ένα γερό πάτωμα. Και μπροστά στα μάτια μου το φως και ο ορίζοντας. Και μπρος στο άνοιγμα μια μπαλαρίνα με λευκά χορεύει πάνω σε χαλάσματα. Και κάτω από τα πόδια της έχει χώμα ξερό και άβολο. Μα εκείνη χορεύει ανενόχλητη χωρίς παράπονο ή λύπη. Και το χώμα υποκλίνεται στην χάρη της και υγραίνει και ανθίζει.

Και μέσα σε εκείνον τον χορό, ο χώρος όλος αλλάζει. Και ο πρώην κύβος του σπιτιού, λειψός, αρχίζει να αιωρείται. Και από το χώμα ξεκολλά και από κάτω εμφανίζεται ένα μικρό παιδάκι. Ο κύβος το μπαλόνι του, Ο κύβος στρογγυλεύει κι γίνεται πια κόκκινος και φουσκωτός, κρατσανιστός στο αγέρι.

Μέσα σε τέσσερις τοίχους κλεισμένος. Μαυτό σημαίνει ανοιχτός. Δυο ανοίγματα περισσεύουν.

Monday, 29 November 2010

ΘΑΡΡΟΣ