“One wants to tell a story, like Scheherezade, in order not to die. It's one of the oldest urges in mankind. It's a way of stalling death.” Carlos Fuentes
Saturday, 17 December 2011
ΚΥΚΝΟΣ
Friday, 16 December 2011
In quest of land.
Monday, 14 November 2011
Loose
Monday, 24 October 2011
The fight
Sunday, 23 October 2011
The big bad wolf
Tuesday, 4 October 2011
Tuesday, 20 September 2011
Αχιβάδα
Monday, 4 July 2011
ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Sunday, 26 June 2011
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
«Μα για κοίτα το μικρό του το αυτί, σαν ένα μικρό κοχύλι», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα το μικρό της το αυτί, σαν ένα μικρό κοχύλι», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα τα δυο του τα φρύδια, σα δυο φτερούγες αετού», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα τα δυο της φρύδια, σα δυο φτερούγες αετού», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα το μέτωπο του, σαν εύφορη γη», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα το μέτωπο της, σαν εύφορη γη», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα τη μύτη του, ένα μικρό λοφάκι», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα τη μύτη της, ένα μικρό λοφάκι», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα τα χείλια του, απαλά και μεταξένια- ανασαίνει», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα τα χείλη της, απαλά και μεταξένια- ανασαίνει», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα τα μάτια του, ανοίγουν», σκέφτηκε.
«Μα για κοίτα τα μάτια της, ανοίγουν», σκέφτηκε.
- Σε κοιτούσα.
- Κι εγώ.
- Ποτέ δε θα μάθεις τί σκεφτόμουν.
- Το ξέρω. Ούτε κι εσύ.
- Είναι άγρια αυτή η απόσταση.
- Μπορεί και όχι.
Thursday, 16 June 2011
Tuesday, 17 May 2011
Ξυπόλυτη
Saturday, 9 April 2011
Ένα ψηλό αγόρι
Τον μάλωσε πολύ, του φώναξε. Το αγόρι τον κοιτούσε να μαίνεται, να ουρλιάζει, να ξεσπάει. Σήκωνε το βλέμμα του ψηλά για να φτάσει τον ψηλό άντρα που καλούσε «πατέρα». Οι φωνές είχαν πια χαθεί και το αγόρι είχε μπροστά του ένα στόμα τεράστιο, μια μαύρη κοιλότητα να ανοιγοκλείνει, να χάσκει, ν’αποκαλύπτει στο βάθος της δύο παλλόμενα ασκιά που τραντάζονταν και δονούνταν απ’τις ηχητικές εκρήξεις. «Εγώ όταν θα μεγαλώσω τόσο, όταν θα γίνω τόσο ψηλός, θα είμαι τόσο περήφανος για το ύψος μου που δε θα χρειάζεται να φωνάζω», σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ο πατέρας αντιλήφθηκε το χαμόγελο και για να τιμωρήσει το θράσος του μικρού αγοριού, του άστραψε ένα γερό χαστούκι. Το παιδί, έκπληκτο, ένιωσε κάψιμο στο μάγουλο και τσούξιμο στην καρδιά. Δάκρυα άρχισαν να ανεβαίνουν στα μάτια του, αλλά τα συγκράτησε. «Κάποτε θα γίνεις κι εσύ ψηλός και δε θα χρειάζεται ούτε να φωνάζεις, ούτε να χτυπάς. Θα είσαι απλά ψηλός», είπε μέσα του και μετά, πήγε κι έκατσε στο καρεκλάκι της τιμωρίας. Καθόταν ώρες πολλές και φανταζόταν. Αεροπλάνα, αερόστατα, μεγάλα πλοία, ταξίδια και περιπλανήσεις. Ξάφνου ένιωσε ένα διακριτικό φτερούγισμα κοντά στο πρόσωπο του. Τη μία μπλέκονταν στις βλεφαρίδες του, την άλλη στα ρουθούνια του ή στο μέτωπο του. Ήταν μία μικρή πεταλουδίτσα, πολύ μικρή, που τελικά κάθησε πάνω στο αδύνατο του μπράτσο. Το αγόρι ένιωσε αγάπη και τρυφερότητα για αυτό το μικρό πλάσμα κι άρχισε να το χαϊδεύει με το δάχτυλο του. Και ψιθύρισε: «Μη φοβάσαι μικρή πεταλουδίτσα. Μπορεί να είμαι πιο μεγάλος αλλά ούτε θα σου φωνάξω, ούτε θα σε χτυπήσω. Ξεκουράσου κι εγώ σ’ αγαπώ».
Tuesday, 1 March 2011
Σοκολάτα γάλακτος
Wednesday, 23 February 2011
Γράφω
Αϋπνία. Κάθισε στο γραφείο, άνοιξε το τετράδιο και πήρε το μολύβι της. Η μύτη του είχε στρογγυλέψει. Πήρε την ξύστρα της και το έξησε. Δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει. Έγραψε μία λέξη, την έσβησε. Τί να γράψει; Είχε ανάγκη να γράψει. Όχι για να πει κάτι. Έψαχνε μια αφορμή απλώς για να γράψει. Για την πράξη του να γράψει. Απολάμβανε τη διαδικασία. Να βλέπει να σχηματίζονται πάνω στο χαρτί αυτά τα γράμματα, αυτά τα παράξενα σχήματα που το ένα δίπλα στο άλλο έφτιαχναν μια ιστορία. Αυτά τα παράξενα σχήματα που αλλιώς τα είχε μέσα στο μυαλό της, αλλιώς εμφανίζονταν στο χαρτί. Όταν έγραφε δεν παρακολουθούσε τη ροή της σκέψης της. Παρακολουθούσε τη ροή των γραμματών όπως σχηματίζονταν, τη μορφή τους. Κάθε γράμμα ήταν ένα σχήμα που θα μπορούσε να αποδοθεί σε πολλές παραλλαγές. Κάθε μία από αυτές, κάθε μικρούλι ίχνος, έπαιρνε σάρκα και οστά με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Σχεδόν τυχαίο. Όσο και να προετοίμαζε την εικόνα νοερά, εκείνο το μικρό ίχνος είχε δική του άποψη και ερχόταν στον έξω κόσμο με το δικό του ιδιαίτερο σώμα χωρίς να τη ρωτήσει. Για εκείνη, η πράξη της γραφής ήταν μία πράξη γέννας. Φαντάζεται κάποιος πώς μπορεί να είναι το παιδί του, αλλά αυτό αποφασίζει να έρθει στον έξω κόσμο με τη δική του σχεδόν απρόβλεπτη μορφή. Η πράξη της γραφής της υπενθύμιζε πως δεν μπορεί να έχει πάντα τον έλεγχο. Κι έτσι αφηνόταν σε αυτήν τη γέννηση μορφών σα ν’ αφηνόταν να χαϊδεύεται από τη θάλασσα, μία θάλασσα με νερά ήσυχα και απαλούς κυματισμούς που δίνουν φιλιά στο σώμα. Συχνά όταν έγραφε- ή μάλλον πάντα- δεν είχε πρόγραμμα στο νου. Ξεκινούσε τυχαία από μια λέξη, μια εικόνα, μια μουσική. Μια αφορμή. Μια αφορμή να αφεθεί στον παφλασμό των λέξεων και των γραμμάτων. Γι’ αυτό συχνά- ή μάλλον πάντα- όταν ξαναδιαβάζε αυτά που είχε γράψει, ένιωθε έκπληξη και απορία και θαυμασμό. “Μα πότε το έγραψα αυτό; Εγώ το σκέφτηκα; Δεν το θυμάμαι..”. ΄Η ακόμα, “εγώ είμαι αυτή; Αλήθεια;”.
Wednesday, 16 February 2011
Out in the streets
Thursday, 3 February 2011
Kόκκινο μπαλόνι
Κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Και από πάνω ένα ταβάνι και από κάτω ένα πάτωμα. Και καμμία πόρτα και κανένα κλειδί και κανένα τούνελ. Και το πάτωμα παλιό και σκοροφαγωμένο. Και το ταβάνι σχεδόν σάπιο.
Κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Και από πάνω ένα ταβάνι και απο κάτω ένα πάτωμα. Και μέσα από το σκοροφαγωμένο πάτωμα με τις ρωγμές μπαίνει ένα παράξενο φως. Και ξάφνου το πάτωμα γυρίζει κάθετο γίνεται τοίχος που από τις γρίλιες του μπαίνει ο ήλιος. Και το υγρό και σάπιο ταβάνι- γυρισμένο κάθετο και αυτό- λυώνει διαλύεται μαδάει. Και ανοίγει.
Κλεισμένος μέσα σε τρεις τοίχους πια. Και από πάνω ένα γερό ταβάνι και από κάτω ένα γερό πάτωμα. Και μπροστά στα μάτια μου το φως και ο ορίζοντας. Και μπρος στο άνοιγμα μια μπαλαρίνα με λευκά χορεύει πάνω σε χαλάσματα. Και κάτω από τα πόδια της έχει χώμα ξερό και άβολο. Μα εκείνη χορεύει ανενόχλητη χωρίς παράπονο ή λύπη. Και το χώμα υποκλίνεται στην χάρη της και υγραίνει και ανθίζει.
Και μέσα σε εκείνον τον χορό, ο χώρος όλος αλλάζει. Και ο πρώην κύβος του σπιτιού, λειψός, αρχίζει να αιωρείται. Και από το χώμα ξεκολλά και από κάτω εμφανίζεται ένα μικρό παιδάκι. Ο κύβος το μπαλόνι του, Ο κύβος στρογγυλεύει κι γίνεται πια κόκκινος και φουσκωτός, κρατσανιστός στο αγέρι.
Μέσα σε τέσσερις τοίχους κλεισμένος. Μ’ αυτό σημαίνει ανοιχτός. Δυο ανοίγματα περισσεύουν.