Monday, 28 May 2012

Το καράβι της


Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή. Σήμερα ήταν η μέρα που θα σάλπαρε με το καράβι της. Είχε περάσει έναν ολόκληρο χρόνο να το κατασκευάζει αυτό το ξύλινο καράβι της.
Στην αρχή δεν ήξερε το πώς. Είχε μπροστά στα χέρια της τα ακατέργαστα υλικά. Ξύλο, μέταλλο και πανί. Φοβισμένη αλλά αποφασισμένη, σχεδόν ενστικτωδώς, άρχισε να κατασκευάζει. Οι εικόνες στο μυαλό της κυλούσαν με τρόπο φυσικό στα χέρια της- απευθείας και αδιαμεσολάβητα. Ξυλοκοπούσε, έραβε, διόρθωνε, ξανάφτιαχνε. Την κινούσε ο δαίμονας που είχε μέσα της. Για πρώτη φορά στη ζωή της του είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά, χωρίς καμία αντίσταση. Οι αντιστάσεις είναι ωφέλιμες στην ευκολία. Στη δυσκολία είναι καλύτερα να αφεθείς και να την κατεργαστείς σαν το διαμάντι το άκοπο. Αφοσιωμένη στο σκοπό της υλοποιούσε την παράσταση που είχε μέσα της. Και όσο έβλεπε τα υλικά της να παίρνουν σχήμα και μορφή, τόσο συνέχιζε προς την ολοκλήρωση. Το δυσκολότερο ήταν το τέλος. Να νιώσει πότε έρχεται και να το σεβαστεί. Έτσι κι έκανε. Όταν λοιπόν το τέλος ήρθε, εκείνη ύψωσε τα μάτια και το είδε μπροστά της. Ενσαρκωμένο. Ένα ξύλινο καράβι που θα την ταξίδευε. Συγκινήθηκε. Ήταν δικό της, το καράβι της. Μπήκε μέσα, άνοιξε τα πανιά και σάλπαρε.

Friday, 11 May 2012

Το βότσαλο




Κρατούσε μέσα στα χέρια της ένα μικρό και απαλό βότσαλο. Κάθε φορά που ζοριζόταν, το έπαιρνε στα χέρια της και το κλείνε μέσα στις χούφτες της. Το χάιδευε απαλά. Το παρηγορούσε θέλοντας να παρηγορήσει τον ίδιο της τον εαυτό. Πώς γίνεται ένα μικρό βότσαλο να μεταμορφώνεται σε πλάσμα ζωντανό; Το ένιωθε να πάλλεται στα δάχτυλα της, σχεδόν να ανασαίνει. Η λεία επιφάνεια του ζεσταινόταν. Έμοιαζε μάλιστα σα μια μικρή κοιλίτσα μιας γυναίκας εγκύου. Το βότσαλο εγκυμονούσε. Και το κορίτσι το βαστούσε τρυφερά και το αγκάλιαζε να επωαστεί. Κοιλιά ή αυγό; Όπως και να έχει κρατούσε στα χέρια της την ελπίδα μιας νέας ζωής. Κι έτσι πάντοτε, κάθε φορά που η ζωή τη ζόριζε, εκείνη  έπαιρνε στα χέρια της το μικρό βότσαλο και ακολουθούσε πιστά την ιεροτελεστία. Μια ιεροτελεστία σύντομης εγκυμοσύνης. Πόσες φορές αλήθεια είχε γεννηθεί; Πάνω από μία σίγουρα.

Wednesday, 25 April 2012

Ταξίδι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Αλεξάνδρα. Στο κορίτσι αυτό άρεσαν τα ταξιδιά. Του άρεσε να ταξιδεύει σε διάφορες χώρες και ηπείρους για να γνωρίζει καινούρια μέρη και διαφορετικούς ανθρώπους. Το παράδοξο όμως ήταν πως όσο περισσότερο ταξιδεύε, τόσο λιγότερο διαφορετικούς ένιωθε τους ανθρώπους αυτούς. Ναι, υπήρχαν πράγματα που δεν ήξερε για εκείνους, συμπεριφορές που την ξάφνιαζαν, συνήθειες που ποτέ δεν είχε φανταστεί. Όμως, πάνω από όλα, παρατηρούσε πως όλοι τους ήταν πλάσματα που μέσα στη μοναξιά του κόσμου αναζητούσαν τη συντροφιά και την αγάπη. Τα ταξίδια της τής αποδείκνυαν ολοένα και περισότερο πως το ταξίδι μας στον κόσμο τον πραγματικό, είναι ένα ταξίδι όπου αναζητάμε τον άλλον. Το παιδάκι από την Αφρική, ο γεράκος από ένα ξεχασμένο μεσογειακό ακρονήσι, η Ινδή κρυμμένη πίσω από τα χρώματα, και μαζί τους κι εγώ είμαστε ταξιδευτές στην ίδια μας τη ζωή, περιπατητές μιας πορείας που δυνάμει επιθυμούμε να μας βγάλει από τη μοναξιά. Αναζητούμε βλέμματα και αγγίγματα που θα ανακουφίσουν τον τρόμο μας. Και τελικώς, εκείνοι που θα κερδίσουν- γιατί πάντα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, έτσι είναι η πραγματική αλήθεια- θα είναι εκείνοι που θα τολμήσουν να παραδεχτούν την αδυναμία τους με απώτερο σκοπό- σκοπό όχι λογικό, αλλά συναισθηματικό- να δουν μέσα στα μάτια του άλλου τον ίδιο τον εαυτό τους. 

Monday, 19 March 2012

Αρχιτεκτονική


Ζούσα σε ένα σπίτι λευκό και κυλινδρικό. Γύρω-γύρω είχε παράθυρα για να μπαίνει από παντού το φως. Κάθε φορά που έκανα μπάνιο κοιτούσα έξω προς τον κηπό. Ήταν άνοιξη και τα λουλούδια είχαν ανθίσει. Τα φύλλα της λεμονιάς θρόιζαν απαλά στο διακριτικό αεράκι. Η αμυγδαλιά μου ήταν στα καλύτερα της, σχεδόν αραχνοϋφαντη και γερά ριζωμένη στη γη. Το δέρμα μου μύριζε σαπούνι και ήλιο. Θυμήθηκα ξάφνου εκείνον τον μύθο, όπου ο αέρας και ο ήλιος συναγωνίζονταν για το ποιός θα κατάφερνε πρώτος να γδύσει τον άνθρωπο. Ο αέρας φύσηξε δυνατά αλλά αυτό έκανε τον άνθρωπο να σφιχτεί ακόμα πιο πολύ μέσα στα ρούχα του. Όμως ο ήλιος έλαμψε κι ο άνθρωπος ζεστάθηκε και γδύθηκε. Το νερό κυλούσε στο δέρμα μου και η απόλαυση ήταν απόλυτη. Βγήκα από την μπανιέρα και τυλίχτηκα στη λευκή μου πετσέτα. Τα νερά έσταζαν στα πλακάκια και οι σταγόνες αντανακλούσαν το φως της νέας εποχής. Πάντα ήθελα ένα βυσσινόκηπο αλλά αυτά που έχω τώρα μου αρκούν. Δε μου αρκούν απλώς, με κάνουν να νιώθω χαρά. Περπάτησα για λίγο ξυπόλητη μέσα στο σπίτι. Μπήκα στην κουζίνα και από τη φρουτιέρα μου- μια φρουτιέρα με ηλιοτρόπια- πήρα ένα μήλο. Το δάγκωσα. Ήταν σκληρό, ζουμέρο και όσο έπρεπε γλυκό. Παύση. Ο ήλιος έπεφτε καταπάνω μου σα να ‘ταν προβολέας. Η απόλυτη έκθεση σε ένα φως που προκαλεί αμηχανία. Δε με’νοιαζε. Αφέθηκα σε αυτήν την αφή με το υπερφυσικό. Χωρίς θεό, να ‘μαι, σε μια κουζίνα να προσεύχομαι στο φως.

Thursday, 1 March 2012

Spring


He moved towards the door feeling happy because her skin felt happy. She gently grabbed his hand and dragged him back into her arms. She hold him and put her ear upon his beating heart. They smiled at the same time without looking at each other. They were blissful and thankful. It was a moment of true happiness.
I put my arms around you to hold you. I put my arms around you to say a prayer. Once, I believed in God. Now, I believe in my arms and in your eyes. You are my toy and I am your child.
Once, I believed in God. Now, I am released from all gods. I am released from my Father, from my Mother, from my Home. I stand godless upon this godless world and I breathe the godless air. And now, I am about to eat for the first time, drink for the first time and make love for the first time. I am un-baptized. I get a new name, an Indian name. My name is “Smell of Bread”.
The door had just closed and she rushed straight back to bed. She curled up under the sheets and enjoyed the feeling of the spring coming.

Wednesday, 22 February 2012

Η ψάθα


Ήταν καλοκαίρι. Καθόταν ακουμπισμένη όρθια στον τοίχο φορώντας στο κεφάλι της ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο. Αυτό το καπέλο της κάλυπτε τα μάτια. Εκείνη μπορούσε κάτι να δει μέσα από τις πλέξεις του καπέλου της αλλά οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να δουν το βλέμμα της. Παρακολουθούσε την κίνηση στους δρόμους. Παρατηρούσε τις συμπεριφορές των ανθρώπων και εστίαζε πάντα στα χέρια τους. Ειδικότερα όσους της τραβούσαν την προσοχή τους κοιτούσε πάντα στα χέρια. Μετά από ώρα πολλή, κι αφού ο ήλιος την είχε ρίξει σε μία νωθρή αδυναμία, άρχισε να ψελλίζει κάτι ακατάληπτες, σχεδόν άναρθρες λέξεις. Η μυρωδιά από την ψάθα και τον ήλιο, η ζέστη που ολοένα και μεγάλωνε την έριχναν σε μία εκστατική δίνη που έμοιαζε να μην έχει γυρισμό. Το άσπρο της φόρεμα τώρα την τύφλωνε, οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε φιγούρες κι επιταχυνόμενες σκιές που την προσπερνούσαν χωρίς καν να την προσέχουν. Η έκσταση της μεγάλωνε και το μουρμουρητό της δυνάμωνε, γινόταν κάτι σαν υπόκωφη βοή. Ξαφνικά, ο κόσμος που πριν την προσπερνούσε τώρα άρχιζε να σταματάει μπροστά της και να την κοιτάζει με απορία και ίσως λίγο φόβο. Το λευκό φόρεμα τώρα μούλιαζε στον ιδρώτα της. Η ανάσα της τώρα ήταν κοφτή. Βρισκόταν σε πανικό. Το ψάθινο καπέλο την έκανε να ασφυκτιά σε σημείο που άρχισε να κλαίει. Λυγμοί μπερδεύονταν με το μουρμουρητό. Ξεσκέπασε τα μάτια από την ψάθα και αποκαλύφθηκε ένα βλέμμα σταθερό που αναζητούσε κάτι με ελπίδα. Ένα βλέμμα σχεδόν παιδικό. Αντίκρυσε τον κόσμο που είχε μαζευτεί ολόγυρα της και βάλθηκε να ψάχνει κάτι πολύ συγκεκριμένο- για την ακρίβεια κάποιον πολύ συγκεκριμένο. Τον αναζήτησε μέσα στο πλήθος για λίγη ώρα –που για εκείνη έμοιαζε για αιωνιότητα- μέχρι που τον εντόπισε. Τον κοίταξε, τον είδε και του είπε ολόψυχα: “Βοήθεια”.

Friday, 17 February 2012

Το αίνιγμα


Ο χρόνος στέκεται και με ρωτά τί κάνω.
Εγώ του απαντώ, «χάνομαι στις λέξεις και ανάμεσα στις λέξεις και ψάχνω μία λύση. Αυτή τη λύση που ψάχνω όλη μου τη ζωή».
«Και τί φοβάσαι;»
Και απαντώ ξανά, «φοβάμαι τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που δε φοβούνται κι εκείνους που δεν παραδέχονται πως φοβούνται. Μα πάνω από όλα φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν τολμούν».
«Και τί θέλεις;»
«Αυτό που θέλω», λέω, «είναι μια μέρα να ξυπνήσω και να μη σκέφτομαι. Μα δε μιλώ για μία παράδοση στα ενστικτά και τις ορμές, μιλώ για μια ωραία ισορροπία».
«Δε σε καταλαβαίνω», μου λέει ο χρόνος.
«Δε με πειράζει. Αυτό που με νοιάζει τελικά είναι μια λύση στο έργο. Συναίσθημα και αγάπη.»
«Μπορείς να γίνεις πιό σαφής; Μην ντρέπεσαι, είμαι ο χρόνος και μπορώ ως χρόνος να σου φερω αυτό που θες».
«Καλέ μου χρόνε, δε μου φταις σε τίποτα. Μα ξέρεις, έχω ένα παράπονο. Μάθαμε να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στο απλό κι ωραίο. Μάθαμε να θαυμάζουμε τη φιοριτούρα, το περίπλοκο και το δυσνόητο. Κι εγώ νομίζω τελικά πως είμαι άνθρωπος απλός. Μα αυτό δεν έχει πέραση στην εποχή μας. Κι έτσι, λίγο αναπόφευκτα, μοιάζω σα να’μαι άνθρωπος μιας άλλης εποχής κι ίσως μιας εποχής που δεν υπήρξε καν.»
«Και πάλι δεν καταλαβαίνω».
«Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου; Μα στάσου λίγο. Είσαι ο χρόνος. Γιατί στέκεσαι; Ο χρόνος είσαι εσύ ή μήπως είμαι εγώ;»