Friday, 23 November 2012

Παραμύθι


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό κορίτσι. Μια μοναχοκόρη. Ζούσε με μια παράξενη οικογένεια. Μια οικογένεια που έλεγε συνέχεια ψέματα.
“Μαμά πώς γεννιούνται τα παιδιά;”
“Τα παιδιά κορούλα μου φυτρώνουν ανάμεσα στα λάχανα.”
“Μπαμπούλη μου, χτύπησες; Βλέπω να τρέχει λίγο αίμα από το δάχτυλο σου.”
“Μη λες βλακείες κοριτσάκι μου! Αυτό δεν είναι αίμα, είναι κερασόζουμο!”
Και το κοριτσάκι, που δεν ήταν μαθημένο αλλά δεν ήταν και χαζό, έκανε βόλτες μόνο του προσπαθώντας να μάθει την αλήθεια. Μιαν αλήθεια που να ‘ρχεται από τη ζωή. Περπατούσε ώρες πολλές στο δάσος που περιτριγύριζε το σπίτι της. Περπατούσε και στην ακροθαλασσιά τα καλοκαίρια εκεί που παραθέριζαν. Κι έτσι πάσχιζε για μια επαφή με τον έξω κόσμο.

Τα χρόνια πέρασαν, το κορίτσι έγινε κοπέλα και πλέον είχε φτάσει η ώρα για να φύγει από το σπίτι της.
Βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού της με τη βαλίτσα στο χέρι. Οι γονείς της ήταν δίπλα της με τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα.
Η κοπέλα τους κοίταξε και ένιωσε να τους αγαπά από απόσταση. Από απόσταση γιατί δεν την ήξεραν. Οι γονείς της δεν ήξεραν ποιά ήταν. Αλλά και πάλι, ούτε κι εκείνη ήξερε καλά-καλά.
Είχε όμως πάρει μιαν απόφαση και ένιωθε σιγουριά. Ήθελε να φύγει. Φυσικά και φοβόταν- και ποιός δε φοβάται άλλωστε;
Το βλέμμα της μητέρας της θα το αναζητούσε πάντα. Τα χέρια του πατέρα της θα τα θυμόταν πάντα.
Προς το παρόν όμως αποφάσισε να ξεχάσει. Προς το παρόν.
Θα έφευγε και θα ξανεγεννιότανε.

Τα χρόνια πέρασαν και πάλι, και η κοπέλα έγινε γυναίκα. Είχε κάνει κι έναν γιο με έναν άντρα που αγαπούσε πολύ.
Μια μέρα, έτσι όπως χάιδευε στοργικά την πλάτη του παιδιού της, θυμήθηκε.
Θυμήθηκε το βλέμμα της μάνας της και τα χέρια του πατέρα της. Και πήρε μιαν απόφαση με μεγάλη σιγουριά.

Έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι, η γυναίκα επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε. Είδε το δάσος όπου έκανε βόλτες μικρή. Περπάτησε μέσα του και τα κάποτε μεγάλα δέντρα τώρα της φαίνονταν μικρά. Είδε μέσα στο ξέφωτο να ξεπροβάλει το σπίτι της. Πλησίασε και χτύπησε την πόρτα.

Της άνοιξαν κι οι δυο γονείς της. Στέκονταν δίπλα της με δάκρυα στα μάτια σαν τότε που έφευγε. Είπε στον εαυτό της: “Μα όσα λάθη κι αν έκαναν, με άφησαν να φύγω.”
Και τότε ένιωσε να τους αγαπά. Από κοντά αυτήν τη φορά.

Thursday, 20 September 2012

The blanket


I return covered in feathers like an exotic bird. I can fly but I can swim as well.  I’m a fish, a shiny, salty fish. I am of a binary nature I say. Oh dear, that’s just to fool my self. My nature is far more than binary- it’ s too complicated. It’ s almost unknown to my conscious self. I try to catch a snake but it slips away from my slippery hands. Oh dear. It gets away as soon as I feel sure that I’ve caught it. Therefore, I cannot fish a fish, I cannot hunt an animal. I plant flowers instead. Flowers relax me. I feel calm as I plant the seed and see it grow. I feel secure with this controlled motion, a safe liveliness. I let it be and it lets me be. I love you flowers. Grow. Grow. Grow. And let me crawl upon you so I can reach the sky. Let me approach the sun. But not too close. Getting too close to light is getting too close to a burning wound. I prefer a blanket instead. I need its warmth. I need a blanket instead. A blanket. Please.

Wednesday, 29 August 2012

Το κορίτσι και το θαλάσσιο τέρας



Σουρούπωνε και εκείνη καθόταν πάνω στον αγαπημένο της βράχο δίπλα στη θάλασσα. Το σκούρο μπλε γινόταν μαύρο. Ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι και τα άστρα έλαμπαν στον ουρανό. Ήταν τόσα πολλά. «Μου κόβεται η ανάσα», σκέφτηκε. «Είμαι ένα σποράκι σε αυτόν τον κόσμο», αναλογίστηκε. Μετά, μια πυγολαμπίδα φτερούγισε δίπλα της. «Είμαι ένας γίγαντας», είπε.

Μέσα σε τέτοιες σκέψεις η ώρα περνούσε και το κορίτσι συνέχιζε να κάθεται πάνω στο βράχο κάνοντας σκέψεις φιλοσοφικές, σκέψεις που της δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση μιας ζωής. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Αναλύω και άρα ζω.» Όλο το μέσα της βρισκόταν σε μία κίνηση ταραχώδη, μια κίνηση φουρτουνιασμένη. Προσπαθούσε να βάλει το χάος που κουβαλούσε σε μια τάξη και αυτή η προσπάθεια απαιτούσε κόπο. Έτσι λοιπόν η κοπέλα, ενώ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να κάθεται πάνω σε ένα βράχο, ένιωθε υπερβολικά κουρασμένη, σχεδόν άρρωστη.

Οι ώρες περνούσαν και η νεαρή γυναίκα, εξ όψεως ήρεμη, είχε στήσει έναν πόλεμο μέσα της με έναν και μόνο μαχητή: τον εαυτό της. Απορροφημένη από τους φόβους και τις αγωνίες της δεν ένιωθε πιά ούτε το κρύο. Δεν άκουγε καν τα γέλια από το βάθος της πόλης. Δε γευόταν καν την αλμύρα της θάλασσας.

Ξάφνου, ένα μεγάλο θηλαστικό την πλησίασε. Άρχισε να την περιτριγυρίζει. Η νεαρή γυναίκα δεν είχε καταλάβει τίποτα. Το θαλάσσιο πλάσμα, ογκώδες και λείο, την λιμπιζόταν. Μόλις η κοπέλα έβαλε το πόδι της μέσα στη θάλασσα εκείνο βρήκε ευκαιρία και την τράβηξε μέσα στο νερό. Το κορίτσι ενστικτωδώς, χωρίς καμία σκέψη, άρχισε να παλεύει. Γρατζουνούσε το ζώο και ούρλιαζε υποθαλάσσια. Ήταν μια μάχη αληθινή. Ή αυτό ή εκείνη. Δάγκωνε, κλωτσούσε κι έδινε αγκωνιές. Σώμα, μυαλό και αισθήσεις σε τρομερή αρμονία. Η πάλη του κοριτσιού ήταν τέλεια. Νίκησε.

Σύρθηκε προς τη μεριά της ακρογιαλιάς βαριανασαίνοντας. Αφού συνήλθε, σηκώθηκε όρθια και κοίταξε προς την πλευρά της πόλης. Κρύωνε, άκουγε τα γέλια που έρχονταν από μακριά και γευόταν την αλμύρα της θάλασσας. Κι έτσι υγρή, ζωντανή και νικήτρια κατευθύνθηκε προς τους ανθρώπους.

Monday, 2 July 2012

The net-bag


"My child, I carry you within my net-bag. I carry you and I keep you close to my body and my breath and my heart. My child, do not be afraid. Look around at this wonderful and wild world that awaits you. I know you are scared. We are all scared. But you are here now and since you are here the wise thing to do is to live. You will live a  special life because you are special as well. We are all so uniquely constructed. We are all carriers of past lives and past dreams that mix with our own. So look around, my child. Look at people; some will look back at you, some won’t- but that’s just fine. Look at time; reflect on the past, act in present, hope and plan for the future. Look at all those different places; do not compare them, it’s useless. Travel, acknowledge others and make a home wherever you want. Use your mind, but do not overuse it. Feel accordingly to the situations and the events, but do not exaggerate. Respect the human analogies. Aim high but avoid being extreme. Make choices. Accept the fact that we cannot do everything or be everyone. Accept reality and use it. And hope my child, always hope. Because we may be alone in this world but we are alone within net-bags where we can be close to someone else’s body, and breath, and heart."

Monday, 25 June 2012

Τέλη Ιούνη


 Τέλη Ιούνη, καθημερινή. Είχε βραδιάσει. Εκείνοι κάθονταν έξω στο μπαλκόνι τους να ξεγελάσουν τη ζέστη που δεν υποχωρούσε ούτε τις βραδινές ώρες. Έπαιζαν σα δυο μικρά παιδιά. Πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι βρισκόταν ένα μεγάλο μπωλ που το είχαν γεμίσει φρούτα. Κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα. Εκείνη είχε επιπλέον πάνω στην ποδιά της ένα πιάτο με καρπούζι. Εκείνος γελούσε με την αδυναμία που είχε στο φρούτο αυτό. Και οι δυο μαζί γέμιζαν με τα σπόρια το στόμα τους και στόχευαν στις γλάστρες του απέναντι μπαλκονιού. Στόχος ήταν να φυτέψουν μια καρπουζιά- δώρο για τον καλοσυνάτο και μοναχικό γείτονα. Οι περισσότερες προσπάθειες τους όμως κατέληγαν κάτω στο δρόμο σε κεφάλια ανυποψίαστων περαστικών που όταν θα επέστρεφαν σπίτι θα αναρωτιόντουσαν πώς βρέθηκαν πάνω τους αυτοί οι μικροί μαυροι καρποί. Γελούσαν δυνατά σαν παιδιά, σκάρωναν τραγούδια δικά τους, έλεγαν παλιές ιστορίες και σχεδίαζαν νέες. Οι ώρες περνούσαν χωρίς εκείνοι να καταλαβαίνουν πώς. Όταν πια η γειτονιά αφήνονταν στο θερινό λήθαργο, οι δυο τους σηκώνονταν απ’το μπαλκόνι, έμπαιναν μέσα και συνέχιζαν την ερωτοτροπία. Το φιδάκι έξω στο μπαλκόνι έσβηνε και το ζευγάρι μέσα στο σπίτι άναβε.

Thursday, 14 June 2012

Πιστεύω






Πιστεύω εις ένα νόημα, προσωπικό και ουσιαστικό, δομικό τ’ Ουρανού και της Γης μου.
Και εις έναν άνθρωπο, δαιμονικό και μοναχικό, κοσμικό και φερέλπιδα, εκ πατρός και μητρός γεννηθέντα.
Και εις το πνεύμα που τολμά, που υπερπηδά και αντιστέκεται προς αναζήτηση του καλού, του πραγματικού και του ωραίου.
Και εις μίαν αγάπη, διαβολική και μαρτυρική, μα τα πάντα- τον χρόνο, τον χώρο κι εμέ- πληρούσα.

Friday, 1 June 2012

Καλοκαίρι



   Το καλοκαίρι μπήκε απαλά. Κι εγώ γι’ αυτό δε θα μιλήσω με μια μικρή ιστορία, ούτε με κάποιο παραμύθι. Αλλά, θα μιλήσω για έναν μεγάλο αφηγητή, τον αγαπημένο μου Ingmar.
   Μες στη ζωή φοράμε προσωπεία και παίζουμε ρόλους. Άλλοτε ζυγιάζουμε προσεκτικά τα λόγια μας, οργανώνουμε τον νου και σκεφτόμαστε προτού μιλήσουμε. Άλλοτε, δρούμε αυθόρμητα, αβίαστα. Δρούμε αντιδρώντας στη στιγμή. Όπως και να ’χει όμως, πάντα μα πάντα, υπάρχει κάτι αδιόρατο και ανεξήγητο που μας διαφεύγει. «Κι οι άνθρωποι θυμώνουν με το ανεξήγητο». Και αυτό είναι μια αλήθεια. Και αυτό κάνει τη ζωή που ζούμε να μοιάζει παιδική.
   Μες στη ζωή αυτή υπάρχουν ακόμα και εκείνοι οι λίγοι άνθρωποι, οι λιγοστοί, που κατορθώνουν να νιώσουν και να αποτυπώσουν τα υπόγεια με μια ακριβή και οικονομική ευαισθησία. Όταν λοιπόν το έργο τους συναντηθεί με εσένα που όχι μόνο θα το δεχτείς μα και θα το καταλάβεις, τότε συμβαίνει η επαφή.
   Τα αγγίγματα στην καθημερινότητα μας είναι σπουδαία. Το άγγιγμα με ένα έργο τέτοιο είναι σπουδαίο. Ξάφνου, καταλαβαίνεις την αγάπη.
    Τα λόγια όμως μοιάζουν βάρβαρα να περιγράψουν αυτήν τη συνάντηση. Γι’ αυτό καλύτερα να μένουν απλά. Η βαρβαρότητα είναι έτσι λίγο πιό ανεκτή.
    «Να είσαι μαλακός με τους ανθρώπους», λέει πατέρας σε γιό. Ένας πατέρας που ομολογεί στο τέλος της ζωής του πως το ταλέντο του δεν ήτανε να βγάζει λόγους, μα να αγαπά τον κόσμο που έχει ο ίδιος φτιάξει και τους ανθρώπους που ζουν σε αυτόν.

Monday, 28 May 2012

Το καράβι της


Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή. Σήμερα ήταν η μέρα που θα σάλπαρε με το καράβι της. Είχε περάσει έναν ολόκληρο χρόνο να το κατασκευάζει αυτό το ξύλινο καράβι της.
Στην αρχή δεν ήξερε το πώς. Είχε μπροστά στα χέρια της τα ακατέργαστα υλικά. Ξύλο, μέταλλο και πανί. Φοβισμένη αλλά αποφασισμένη, σχεδόν ενστικτωδώς, άρχισε να κατασκευάζει. Οι εικόνες στο μυαλό της κυλούσαν με τρόπο φυσικό στα χέρια της- απευθείας και αδιαμεσολάβητα. Ξυλοκοπούσε, έραβε, διόρθωνε, ξανάφτιαχνε. Την κινούσε ο δαίμονας που είχε μέσα της. Για πρώτη φορά στη ζωή της του είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά, χωρίς καμία αντίσταση. Οι αντιστάσεις είναι ωφέλιμες στην ευκολία. Στη δυσκολία είναι καλύτερα να αφεθείς και να την κατεργαστείς σαν το διαμάντι το άκοπο. Αφοσιωμένη στο σκοπό της υλοποιούσε την παράσταση που είχε μέσα της. Και όσο έβλεπε τα υλικά της να παίρνουν σχήμα και μορφή, τόσο συνέχιζε προς την ολοκλήρωση. Το δυσκολότερο ήταν το τέλος. Να νιώσει πότε έρχεται και να το σεβαστεί. Έτσι κι έκανε. Όταν λοιπόν το τέλος ήρθε, εκείνη ύψωσε τα μάτια και το είδε μπροστά της. Ενσαρκωμένο. Ένα ξύλινο καράβι που θα την ταξίδευε. Συγκινήθηκε. Ήταν δικό της, το καράβι της. Μπήκε μέσα, άνοιξε τα πανιά και σάλπαρε.

Friday, 11 May 2012

Το βότσαλο




Κρατούσε μέσα στα χέρια της ένα μικρό και απαλό βότσαλο. Κάθε φορά που ζοριζόταν, το έπαιρνε στα χέρια της και το κλείνε μέσα στις χούφτες της. Το χάιδευε απαλά. Το παρηγορούσε θέλοντας να παρηγορήσει τον ίδιο της τον εαυτό. Πώς γίνεται ένα μικρό βότσαλο να μεταμορφώνεται σε πλάσμα ζωντανό; Το ένιωθε να πάλλεται στα δάχτυλα της, σχεδόν να ανασαίνει. Η λεία επιφάνεια του ζεσταινόταν. Έμοιαζε μάλιστα σα μια μικρή κοιλίτσα μιας γυναίκας εγκύου. Το βότσαλο εγκυμονούσε. Και το κορίτσι το βαστούσε τρυφερά και το αγκάλιαζε να επωαστεί. Κοιλιά ή αυγό; Όπως και να έχει κρατούσε στα χέρια της την ελπίδα μιας νέας ζωής. Κι έτσι πάντοτε, κάθε φορά που η ζωή τη ζόριζε, εκείνη  έπαιρνε στα χέρια της το μικρό βότσαλο και ακολουθούσε πιστά την ιεροτελεστία. Μια ιεροτελεστία σύντομης εγκυμοσύνης. Πόσες φορές αλήθεια είχε γεννηθεί; Πάνω από μία σίγουρα.

Wednesday, 25 April 2012

Ταξίδι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Αλεξάνδρα. Στο κορίτσι αυτό άρεσαν τα ταξιδιά. Του άρεσε να ταξιδεύει σε διάφορες χώρες και ηπείρους για να γνωρίζει καινούρια μέρη και διαφορετικούς ανθρώπους. Το παράδοξο όμως ήταν πως όσο περισσότερο ταξιδεύε, τόσο λιγότερο διαφορετικούς ένιωθε τους ανθρώπους αυτούς. Ναι, υπήρχαν πράγματα που δεν ήξερε για εκείνους, συμπεριφορές που την ξάφνιαζαν, συνήθειες που ποτέ δεν είχε φανταστεί. Όμως, πάνω από όλα, παρατηρούσε πως όλοι τους ήταν πλάσματα που μέσα στη μοναξιά του κόσμου αναζητούσαν τη συντροφιά και την αγάπη. Τα ταξίδια της τής αποδείκνυαν ολοένα και περισότερο πως το ταξίδι μας στον κόσμο τον πραγματικό, είναι ένα ταξίδι όπου αναζητάμε τον άλλον. Το παιδάκι από την Αφρική, ο γεράκος από ένα ξεχασμένο μεσογειακό ακρονήσι, η Ινδή κρυμμένη πίσω από τα χρώματα, και μαζί τους κι εγώ είμαστε ταξιδευτές στην ίδια μας τη ζωή, περιπατητές μιας πορείας που δυνάμει επιθυμούμε να μας βγάλει από τη μοναξιά. Αναζητούμε βλέμματα και αγγίγματα που θα ανακουφίσουν τον τρόμο μας. Και τελικώς, εκείνοι που θα κερδίσουν- γιατί πάντα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, έτσι είναι η πραγματική αλήθεια- θα είναι εκείνοι που θα τολμήσουν να παραδεχτούν την αδυναμία τους με απώτερο σκοπό- σκοπό όχι λογικό, αλλά συναισθηματικό- να δουν μέσα στα μάτια του άλλου τον ίδιο τον εαυτό τους. 

Monday, 19 March 2012

Αρχιτεκτονική


Ζούσα σε ένα σπίτι λευκό και κυλινδρικό. Γύρω-γύρω είχε παράθυρα για να μπαίνει από παντού το φως. Κάθε φορά που έκανα μπάνιο κοιτούσα έξω προς τον κηπό. Ήταν άνοιξη και τα λουλούδια είχαν ανθίσει. Τα φύλλα της λεμονιάς θρόιζαν απαλά στο διακριτικό αεράκι. Η αμυγδαλιά μου ήταν στα καλύτερα της, σχεδόν αραχνοϋφαντη και γερά ριζωμένη στη γη. Το δέρμα μου μύριζε σαπούνι και ήλιο. Θυμήθηκα ξάφνου εκείνον τον μύθο, όπου ο αέρας και ο ήλιος συναγωνίζονταν για το ποιός θα κατάφερνε πρώτος να γδύσει τον άνθρωπο. Ο αέρας φύσηξε δυνατά αλλά αυτό έκανε τον άνθρωπο να σφιχτεί ακόμα πιο πολύ μέσα στα ρούχα του. Όμως ο ήλιος έλαμψε κι ο άνθρωπος ζεστάθηκε και γδύθηκε. Το νερό κυλούσε στο δέρμα μου και η απόλαυση ήταν απόλυτη. Βγήκα από την μπανιέρα και τυλίχτηκα στη λευκή μου πετσέτα. Τα νερά έσταζαν στα πλακάκια και οι σταγόνες αντανακλούσαν το φως της νέας εποχής. Πάντα ήθελα ένα βυσσινόκηπο αλλά αυτά που έχω τώρα μου αρκούν. Δε μου αρκούν απλώς, με κάνουν να νιώθω χαρά. Περπάτησα για λίγο ξυπόλητη μέσα στο σπίτι. Μπήκα στην κουζίνα και από τη φρουτιέρα μου- μια φρουτιέρα με ηλιοτρόπια- πήρα ένα μήλο. Το δάγκωσα. Ήταν σκληρό, ζουμέρο και όσο έπρεπε γλυκό. Παύση. Ο ήλιος έπεφτε καταπάνω μου σα να ‘ταν προβολέας. Η απόλυτη έκθεση σε ένα φως που προκαλεί αμηχανία. Δε με’νοιαζε. Αφέθηκα σε αυτήν την αφή με το υπερφυσικό. Χωρίς θεό, να ‘μαι, σε μια κουζίνα να προσεύχομαι στο φως.

Thursday, 1 March 2012

Spring


He moved towards the door feeling happy because her skin felt happy. She gently grabbed his hand and dragged him back into her arms. She hold him and put her ear upon his beating heart. They smiled at the same time without looking at each other. They were blissful and thankful. It was a moment of true happiness.
I put my arms around you to hold you. I put my arms around you to say a prayer. Once, I believed in God. Now, I believe in my arms and in your eyes. You are my toy and I am your child.
Once, I believed in God. Now, I am released from all gods. I am released from my Father, from my Mother, from my Home. I stand godless upon this godless world and I breathe the godless air. And now, I am about to eat for the first time, drink for the first time and make love for the first time. I am un-baptized. I get a new name, an Indian name. My name is “Smell of Bread”.
The door had just closed and she rushed straight back to bed. She curled up under the sheets and enjoyed the feeling of the spring coming.

Wednesday, 22 February 2012

Η ψάθα


Ήταν καλοκαίρι. Καθόταν ακουμπισμένη όρθια στον τοίχο φορώντας στο κεφάλι της ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο. Αυτό το καπέλο της κάλυπτε τα μάτια. Εκείνη μπορούσε κάτι να δει μέσα από τις πλέξεις του καπέλου της αλλά οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να δουν το βλέμμα της. Παρακολουθούσε την κίνηση στους δρόμους. Παρατηρούσε τις συμπεριφορές των ανθρώπων και εστίαζε πάντα στα χέρια τους. Ειδικότερα όσους της τραβούσαν την προσοχή τους κοιτούσε πάντα στα χέρια. Μετά από ώρα πολλή, κι αφού ο ήλιος την είχε ρίξει σε μία νωθρή αδυναμία, άρχισε να ψελλίζει κάτι ακατάληπτες, σχεδόν άναρθρες λέξεις. Η μυρωδιά από την ψάθα και τον ήλιο, η ζέστη που ολοένα και μεγάλωνε την έριχναν σε μία εκστατική δίνη που έμοιαζε να μην έχει γυρισμό. Το άσπρο της φόρεμα τώρα την τύφλωνε, οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε φιγούρες κι επιταχυνόμενες σκιές που την προσπερνούσαν χωρίς καν να την προσέχουν. Η έκσταση της μεγάλωνε και το μουρμουρητό της δυνάμωνε, γινόταν κάτι σαν υπόκωφη βοή. Ξαφνικά, ο κόσμος που πριν την προσπερνούσε τώρα άρχιζε να σταματάει μπροστά της και να την κοιτάζει με απορία και ίσως λίγο φόβο. Το λευκό φόρεμα τώρα μούλιαζε στον ιδρώτα της. Η ανάσα της τώρα ήταν κοφτή. Βρισκόταν σε πανικό. Το ψάθινο καπέλο την έκανε να ασφυκτιά σε σημείο που άρχισε να κλαίει. Λυγμοί μπερδεύονταν με το μουρμουρητό. Ξεσκέπασε τα μάτια από την ψάθα και αποκαλύφθηκε ένα βλέμμα σταθερό που αναζητούσε κάτι με ελπίδα. Ένα βλέμμα σχεδόν παιδικό. Αντίκρυσε τον κόσμο που είχε μαζευτεί ολόγυρα της και βάλθηκε να ψάχνει κάτι πολύ συγκεκριμένο- για την ακρίβεια κάποιον πολύ συγκεκριμένο. Τον αναζήτησε μέσα στο πλήθος για λίγη ώρα –που για εκείνη έμοιαζε για αιωνιότητα- μέχρι που τον εντόπισε. Τον κοίταξε, τον είδε και του είπε ολόψυχα: “Βοήθεια”.

Friday, 17 February 2012

Το αίνιγμα


Ο χρόνος στέκεται και με ρωτά τί κάνω.
Εγώ του απαντώ, «χάνομαι στις λέξεις και ανάμεσα στις λέξεις και ψάχνω μία λύση. Αυτή τη λύση που ψάχνω όλη μου τη ζωή».
«Και τί φοβάσαι;»
Και απαντώ ξανά, «φοβάμαι τους ανθρώπους. Τους ανθρώπους που δε φοβούνται κι εκείνους που δεν παραδέχονται πως φοβούνται. Μα πάνω από όλα φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν τολμούν».
«Και τί θέλεις;»
«Αυτό που θέλω», λέω, «είναι μια μέρα να ξυπνήσω και να μη σκέφτομαι. Μα δε μιλώ για μία παράδοση στα ενστικτά και τις ορμές, μιλώ για μια ωραία ισορροπία».
«Δε σε καταλαβαίνω», μου λέει ο χρόνος.
«Δε με πειράζει. Αυτό που με νοιάζει τελικά είναι μια λύση στο έργο. Συναίσθημα και αγάπη.»
«Μπορείς να γίνεις πιό σαφής; Μην ντρέπεσαι, είμαι ο χρόνος και μπορώ ως χρόνος να σου φερω αυτό που θες».
«Καλέ μου χρόνε, δε μου φταις σε τίποτα. Μα ξέρεις, έχω ένα παράπονο. Μάθαμε να είμαστε καχύποπτοι απέναντι στο απλό κι ωραίο. Μάθαμε να θαυμάζουμε τη φιοριτούρα, το περίπλοκο και το δυσνόητο. Κι εγώ νομίζω τελικά πως είμαι άνθρωπος απλός. Μα αυτό δεν έχει πέραση στην εποχή μας. Κι έτσι, λίγο αναπόφευκτα, μοιάζω σα να’μαι άνθρωπος μιας άλλης εποχής κι ίσως μιας εποχής που δεν υπήρξε καν.»
«Και πάλι δεν καταλαβαίνω».
«Είδες που έρχεσαι στα λόγια μου; Μα στάσου λίγο. Είσαι ο χρόνος. Γιατί στέκεσαι; Ο χρόνος είσαι εσύ ή μήπως είμαι εγώ;»

Sunday, 12 February 2012

Εγώ θέλω (χάρις στον ερωτικό μονόλογο του Crave της Sarah Kane)


Εγώ θέλω να σε παίρνω τηλέφωνο και να μην ξέρω τι θα σου πω, αλλά να μη με νοιάζει. Εγώ θέλω να μου μιλάς και να μη σκέφτεσαι αυτά που θες να μου πεις. Θέλω να με αγγίζεις και να το νιώθω φυσικό. Να μπορώ ν' ακουμπάω το κεφάλι μου στον ώμο σου χωρίς να φοβάμαι. Θέλω να γίνομαι μελό, ρομαντική, αστεία και να μη λογοκρίνομαι. Θέλω να το τολμάς κι εσύ. Θέλω να μου λες αλήθειες και ψέματα. Εγώ θέλω όσα μου λες εσύ και όσα σου λέω έγω να μην έχουν σημασία. Γιατί θέλω όλα να είναι απλώς μια αφορμή για να είμαστε εμείς οι δυο μαζί. Θέλω να πηγαίνουμε βόλτα στη θάλασσα, να κολυμπάμε και να στεγνώνουμε κάτω από την ίδια πετσέτα. Θέλω να νιώθω το δέρμα σου πάνω στο δικό μου. Θέλω να χώνομαι στην αγκαλιά σου και να με σφίγγεις δυνατά. Θέλω να σε ακούω να ανασαίνεις πλάι μου στο σινεμά. Θέλω να μου λες παραμύθια και να μου τραγουδάς λίγο πριν κοιμηθούμε. Θέλω να ακούω τη φωνή σου που μιλάει μόνο για 'μένα. Θέλω να χαίρεσαι στα γενέθλια μου γιατί θα είσαι ευτυχισμένος που γεννήθηκα. Θέλω να μπερδεύονται τα μαλλιά μου στο αξύριστο πρόσωπο σου όταν φιλιόμαστε. Θέλω να αναγνωρίζω τη μυρωδιά σου πάνω στα ρούχα μου και στο δέρμα μου. Θέλω να μπορώ να φοβάμαι και να μη με νοιάζει γιατί είσαι κι εσύ στον κόσμο αυτόν και αυτό έχει σημασία. Θέλω να είσαι όλος δικός μου. Θέλω μαζί σου να τολμάω να πω πως μου ανήκεις. Θέλω να ακούω τραγούδια ερωτικά και να ξέρω πως όταν τα ακούς κι εσύ σκέφτεσαι εμένα. Θέλω να σε παρατηρώ και να αναρωτιέμαι πώς άντεχα πριν χωρίς εσένα. Θέλω να αγαπάς αυτούς τους λίγους –τους ελάχιστους- που αγαπώ. Θέλω να ακούω το δυνατό σου γέλιο. Θέλω να είσαι χαρούμενος και αυτή η χαρά να μου ανήκει. Θέλω να σε θαυμάζω, να με μαθαίνεις καινούργια πράγματα κάθε μέρα. Θέλω να αισθάνομαι σπουδαία μαζί σου. Να αισθάνομαι πως μόνο εμένα θέλεις, μόνο εμένα αγαπάς. Θέλω να είμαι ο αγαπημένος σου άνθρωπος. Θέλω να με υποστηρίζεις σε όσα πιστεύω και να με ξυπνάς όταν βυθίζομαι στις πιο βαθειές μου αγωνίες. Θέλω να κάνουμε λάθη μαζί και να τα διορθώνουμε μαζί. Θέλω μαζί να ξεφεύγουμε από το χαζό πεπρωμένο. Θέλω να ξέρω πως θα διάβαζες τα λόγια αυτά και δε θα τα έβρισκες αστεία.

Monday, 6 February 2012

Ψίθυρος


Μου ψιθύρισες στο αυτί. Αυτές τις λέξεις τις πιστεύω. Αν είναι οι λέξεις κάποτε να είναι αληθινές, είναι τότε. Στην πιό αέρινη μορφή τους. Μέσα σε άχνα.
“Πριν ξεκινήσεις την εισήγηση, να κάνεις κάποιες ασκήσεις ορθοφωνίας. Να είναι ανοιχτά τα φωνήεντα και να χτυπούν καθαρά τα σύμφωνα. Να μην ξεχνάς αυτό: τα σύμφωνα είναι τα κόκκαλα της γλώσσας. Μίλα δυνατά- μα μη φωνάζεις- καθαρά και μ’έναν ρυθμό σωστό. Χάριζε στο λόγο σου αποχρώσεις ώστε να μη βαρεθεί το κοινό σου. Να χρησιμοποιείς λέξεις απλές, εύληπτες αλλά όχι απλοϊκές. Το βλέμμα σου να πείθει και να αποπνέει σιγουριά. Άφηνε όμως κάπου-κάπου κανένα περιθώριο να σε αμφισβητήσουν. Μα προσοχή: να μη σου πάρουν τον αέρα. Το βασικότερο όλων είναι να αποδείξεις την αξία της θέσης σου και την αλήθεια των λόγων σου.”
Μα πόσο μου αρέσει ο ψίθυρος μες στο μικρό το αυτί μου. Με γαργαλά, σταμάτα τον. Μα πόσο σε πιστεύω. Δε μου αρθρώνεις τίποτα κι όμως μου λες τα πάντα.

Sunday, 5 February 2012

Η κούνια.


Στη ζωή υπάρχει κάποια στιγμή που συνειδητοποιείς πόσο μόνος είσαι. Νιώθεις, σα σε μία αποκάλυψη, πως ο κόσμος όλος έχει στραμμένο το βλέμμα του πάνω σου και περιμένει μία λέξη από ’σένα. Ή ακόμα χειρότερα, νιώθεις πως όλος ο κόσμος αδιαφορεί για ’σένα, εσύ όμως έχεις μια λέξη στην άκρη του στόματος σου- την πιό ωραία λέξη του κόσμου- και δεν μπορείς να την πεις γιατί κανείς δε θα σ’ακούσει. Και η λέξη εκκρεμεί, κι εσύ εκκρεμείς, κι ο κόσμος όλος εκκρεμεί. Γιατί, σε αυτή τη γη το μέγιστο κατόρθωμα είναι η ισορροπία.
«Το κορίτσι έκανε κούνια ώρες ολόκληρες. Είχε χάσει πια την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Τα μαλλιά της ανέμιζαν και μύριζαν σαπούνι. Η φούστα της θρόιζε και της θύμιζε το σπίτι τους το καλοκαιρινό σαν μπαίνει το φθινόπωρο. Και η καρδιά της πετάριζε γιατί ήταν ερωτευμένη. Και όλα είχαν γίνει μαγικά, ένα καρουζέλ κινούμενο. Κι αυτή, μέσα στη ζάλη τη γλυκειά άρχισε να φοβάται. Άρχισε να φοβάται την χαρά, τον έρωτα, το σωμά. Ο φόβος ήταν πελώριος, έτοιμος να την καταβροχθίσει. Το κορίτσι τώρα θα έπεφτε στη δίνη του ιλίγγου. Μα η φόρα που της έδινε αυτή η ξύλινη κούνια την έκανε πιό ζωντανή κι άρχισε να ξυπνάει. Και άρχισε να δέχεται το φόβο και τον τρόμο.
- Καλώς ορίσατε φίλοι μου, περάστε, για καθίστε. Τι να κεράσω τους εχθρούς; Καφέ; Γλυκό; Πορτοκάλι; Μόνο νερό μη μου ζητάς. Δεν έχω να σου δώσω. Γιατί με αυτό σας έπνιξα και τώρα πάω να παίξω.» 

Friday, 3 February 2012

Wednesday, 25 January 2012

Ο Γλάρος


Το καλό και το κακό δεν υπάρχουν ως δύο ανυπέρβλητες δυνάμεις που οριοθετούν τη ζωή μας με τρόπο απόλυτο όπως σε μία ταινία για την Άγρια Δύση. Το κακό δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμο όσο ο αδίσταχτος cowboy που θα περάσει την πόρτα του σαλούν κι όλοι θα κρυφτούν κάτω από τα τραπέζια. Ομοίως, ούτε το καλό μπορούμε να το εντοπίσουμε με διαύγεια και καθαρότητα σα να εντοπίζαμε το δίκαιο μα μοναχικό καβαλάρη που κλείνει τους εγληματίες στη φυλακή κι έπειτα χάνεται στον πορτοκαλένιο ορίζοντα.
Όμως, το να αναγνωρίζουμε τη μονομέρεια και τη μιζέρια μιας ζωής που καθοδηγείται από τέτοιες σφιχτές ηθικές κατηγορίες δεν αποτελεί το εισιτήριο μιας άλλης ζωής ισοπεδωμένης όπου τα πάντα είναι ίσης σημασίας και ίσης συνέπειας.
Το καλό και το κακό- με ένα πολύ σύνθετο τρόπο- υφίστανται ως επιλογή. Το καλό και το κακό είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να διαχειριζόμαστε τον χρόνο μας.
«Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα κορίτσι. Καθόταν δίπλα στη θάλασσα, πάνω στην ψιλή άμμο και έψαχνε ώρα πολύ- σχεδόν ιεροτελεστικά- βότσαλα. Τη συγκέντρωση της διέκοψε απότομα ένα μικρό γλαροπούλι που έπεσε τραυματισμένο λίγα μέτρα πιο πίσω της. Μόλις το είδε, σηκώθηκε και το πλησίασε με λίγο φόβο, λίγο απορία μα πιο πολύ με τρυφερότητα να το βοηθήσει. Ο μικρός γλάρος είχε χτυπηθεί βαριά κι έδειχνε να πονάει. Το βλέμμα του της μιλούσε, την κοίταζε με μεγάλη ένταση, της απευθυνόταν. Η αμηχανία του κοριτσιού ήταν τεράστια, ήθελε να κάνει κάτι μα δεν ήξερε τι. Τα πουλιά δε μιλάνε και δεν μπορούν να ζητήσουν αυτό που θέλουν. Τότε, αυθόρμητα, η κοπέλα άρχισε να το χαϊδεύει απαλά, του χτένιζε με τα δάχτυλα της τα άσπρα του φτερά και προσπαθούσε να το ζεστάνει με την ανάσα της. Όση ώρα το φρόντιζε, τα μάτια της βούρκωναν, αλλά συγκρατούσε τα δάκρυα της για να μην τη δει το γλαροπούλι και φοβηθεί. Μετά από ώρα πολύ- η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί- η καρδιά του γλάρου άρχισε να βρίσκει τον χαμένο της ρυθμό. Ανάσαινε πλέον κανονικά. Το κορίτσι αναθάρρεψε αλλά δε θα σταματούσε τη δουλειά της μέχρι το πουλί να γίνει σίγουρα καλά. Όπως κι έγινε. Ο γλάρος συνήλθε κι άρχισε να φτεροκοπάει άτσαλα γύρω της να την ευχαριστήσει. Την κουτουλούσε απαλά κι έχωνε το ράμφος του με τρόπο διακριτικό μες στα μαλλιά της. Έπειτα από αυτήν την ευχαριστήρια χορογραφία, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε.»

Tuesday, 24 January 2012

Conquistador


I am a conquistador.
I’ve lived among the seven seas, I’ve travelled a lot and I’ve given horrible battles. Some ended well, some other not.
There is a great complexity concerning myself. I have a strong body, strong hands and strong legs. My eyes are fierce and thus I seem fearless. However, my men respect me. They respect my mind of logic, the structure in the chains of my thought. They feel secure around me because I can protect them. I am their Parent.
But during the depth of night, within my chamber, I get off of my bed, I light a candle and I go towards the mirror. I look at me and I remember. My skin is soft, my cheeks are hairless and my hair is long and wavy. I remember that I am not a man.
I am a woman and I am not a conquistador.